Ανοιχτή επιστολή: "Θεόδωρος Δασκαρόλης στον Φρίντριχ Χαίλντερλιν" (06.06.2020)
17.07.2020
Φέτος συμπληρώνονται 250 χρόνια από τη γέννηση του Φρίντριχ Χαίλντερλιν. Με αυτήν την αφορμή δημοσιεύουμε στο Newsletter #18 του Κέντρου Νέου Ελληνισμού (CeMoG) την Ανοιχτή Επιστολή του Θεόδωρου Δασκαρόλη, Πρέσβη της Ελλάδας στη Γερμανία, στον γερμανό ποιητή.
Αξιότιμο κύριο
Johann Christian Friedrich Hölderlin
ευγενή φροντίδι κ.Ernst Zimmer Tübinger Turm,
Neckarufer Tübingen
6 Ιουνίου 2020
Αξιότιμε κύριε Hölderlin,
είναιπολύς καιρός που έχουμε να συνομιλήσουμε - για την ακρίβεια, να μου μιλήσετε εσείς, μέσω του έργου σας. Έτσι, είμαι ευγνώμων στον καθηγητή κύριο Πεχλιβάνο που με παρακίνησε να σας γράψω την παρούσα επιστολή.
Σας γνώρισα για πρώτη φορά όταν ήμουν 24 ετών. Βρισκόμαστε στα 1942, αν θυμάμαι καλά, στην Ιερουσαλήμ, σε μια πολύβουη πανσιόν γεμάτη πρόσφυγες που διευθύνει μια εξόριστη Γερμανίδα. Οι ναζί συμπατριώτες σας έχουν κυριεύσει την Ευρώπη και ετοιμάζονται να καταλάβουν την Αίγυπτο. Οι συμμαχικές δυνάμεις κοιτάζουν να περιορίσουν τις ζημιές τους, όταν δεν ραδιουργούν μεταξύ τους. Εκεί, καταμεσίς στην «πολιτεία της προσφυγιάς», όπως την αποκαλεί ο ομότεχνός σας και συνάδελφός μου, Γιώργος Σεφέρης (Γεώργιος Σεφεριάδης), σε αυτήν τη δαιδαλώδη Λέσχη των εξορίστων, συναντιώνται ένας Έλληνας αντιφασίστας αγωνιστής με την καλλονή γυναίκα ενός Αυστριακού διπλωμάτη. Ο έρωτας τους είναι κεραυνοβόλος και τραυματικά ανεκπλήρωτος, και τα ερωτόλογά τους διανθίζονται με στίχους σας. Τους επίδοξους εραστές παραστέκει ένας Άγγλος ελληνιστής, ομοφυλόφιλος, πράκτορας της Intelligence Service – καμία έκπληξη, και, φυσικά, αλκοολικός, που διασκεδάζει παρωδώντας το «Brot und Wein» σε «Brot und Ouzo». Έναν χρόνο μετά, και αφού ο ελεύθερος κόσμος έχει πάρει τις ανάσες του στο Ελ Αλαμέϊν και στο Στάλινγκράντ, η Αυστριακή καλλονή γράφει μιαν απολογητική και ίσως ανεπίδοτη επιστολή στον παρ’ολίγον Έλληνα εραστή της, στις 7 Ιουνίου 1943, και του θυμίζει ότι εκείνη ακριβώς τη μέρα συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την απαλή θανή σας, χωρίς ψυχορράγημα, στις 7 Ιουνίου 1843. Η καταληκτική φράση της επιστολής είναι «Denn alles ist gut» (Patmos), έτσι τελειώνει ο πρώτος τόμος της τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα.
Σας ξαναβρήκα λίγο μετά διαβάζοντας Σεφέρη, ο οποίος, μεταξύ μας, δεν σας εκτιμούσε και πολύ. Φρόντισε όμως, σε ένα ποίημά του, να σας βάλει στην προμετωπίδα, αποσπώντας τον στίχο σας από το Ψωμί και το Κρασί: «Στο μεταξύ, πολλές φορές, μου φαίνεται πως είναι πιό καλά να κοιμηθείς, παρά να βρίσκεσαι έτσι δίχως σύντροφο, και να επιμένεις τόσο. Και τι να κάνεις στην αναμονή, και τι να πεις, δεν ξέρω. Κι οι ποιητές, τί χρειάζονται σε ένα μικρόψυχο καιρό;»
Το ποίημα του Σεφέρη το λησμόνησα. Τον δικό σας στίχο –τον διάβασα εν τω μεταξύ και στο πρωτότυπο– τον θυμάμαι πάντα. Μη έχοντάς ποτέ εμπιστευθεί τις δικές μου δυνάμεις στην ποίηση, δεν νομιμοποιούμαι να ταυτισθώ απόλυτα μαζί του. Την ποίηση αρκούμαι να τη θαυμάζω, εμπιστεύθηκα τη μαγεία της. Έτσι, μαγεύτηκα από τον Ελύτη, και εκεί, κύριε Hölderlin, στο ταπεινό του εργαστήρι, σας συνάντησα το 1987, για τρίτη φορά. Την προσωπογραφία σας, στο γραφείο του Έλληνα ποιητή, δίπλα στην προσωπογραφία του Διονυσίου Σολωμού.
Οι συσχετισμοί ανάμεσα στους δυό σας με ερέθισαν και έτσι, φτάνοντας στα 1988, στο πρώτο μου πόστο ως Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας στο Ανατολικό Βερολίνο, αποφάσισα να ασχοληθώ συστηματικά μαζί σας. Ήταν μια ρηξικέλευθη πρόκληση, παραδεχθήτε το, εκεί ακριβώς, στην άλλη, τη λεγόμενη Λαοκρατική Γερμανία που βίωνε για δεύτερη φορά τον ολοκληρωτισμό, να προσπαθώ να επικοινωνήσουμε. Υπό συνθήκες βέβαιης παρακολούθησης από τους ανθρώπους της Stasi, έδωσα μια διάλεξη για τους δυό σας, τον Μάρτιο 1989, προσκεκλημένος σε μια Ευαγγελική Κοινότητα στο Μαγδεμβούργο. Ολοκλήρωσα τη διάλεξη λέγοντας ότι σε εσάς και στον Ελύτη χρωστάμε τον ενθουσιασμό που τόσο γενναιόδωρα μας χαρίσατε και τόσο πολύ τον χρειαζόμαστε. Θυμάμαι ακόμη πώς σχολίασε τη λήξη της ομιλίας ο Ανατολικογερμανός πάστορας, οικοδεσπότης μας: «Ευτυχώς που εμείς οι Γερμανοί φτιάξαμε και κάτι άλλο, εκτός από τη Wehrmacht». Οφείλω να σας πω ότι η διάλεξη προκάλεσε, επίσης, κάποια εντύπωση στους αναγκαστικά αποκομμένους από το κοινωνικό περιβάλλον της ΓΛΔ, έγκλειστους διπλωματικούς κύκλους του τότε Ανατολικού Βερολίνου. Κάποιοι Γερμανοί συνάδελφοι, από τότε ακόμη, με αποκαλούν, κάπως αυτάρεσκα θαρρώ, τον Έλληνα διπλωμάτη που ο αγαπημένος του ποιητής είναι Γερμανός. Ο χαρακτηρισμός δεν είναι απολύτως ακριβής, ωστόσο δεν έχω θεωρήσει σκόπιμο να τούς διαψεύσω.
Εκείνο τον καιρό συνηθίζαμε με τη γυναίκα μου, νιόπαντροι και νεοφερμένοι, να καθόμαστε τα ανοιξιάτικα ηλιόλουστα, μακρόσυρτα απογεύματα στο cafe του Grand Hotel, στο πεζοδόμιο της άδειας τότε από αυτοκίνητα Friedrichstrasse. Εκεί, η γυναίκα μου φιλοτέχνησε το πορτραίτο σας. Ένας νεαρός άντρας, χωρίς λαιμοδέτη –δείγμα αντισυμβατικής ιδιοσυγκρασίας– με μακριά μαλλιά, βλέμμα καθαρό και φωτεινό, συνεσταλμένο και ταυτόχρονα υπερήφανο. Ίδιον Απόλλωνα σας αποκαλούσαν οι συμφοιτητές σας. Ύστερα, σαν βράδιαζε, κατηφορίζαμε τη Friedrichstrasse, την δική σας οδό, αυτήν που φέρει το δικό σας όνομα, προς το Checkpoint Charlie. Δίπλα ακριβώς στο Τείχος, γωνία Zimmerstrasse, απέναντι από το Συμμαχικό φυλάκιο, υπήρχε τότε ένα café που το διαχειρίζονταν νεαροί μακρυμάλληδες, το Καφέ Adler. Εκεί καθόμασταν τα καλοκαιρινά βράδια έως αργά, μπροστά μας οι Αμερικανοί στρατιώτες, μόλις τρία μέτρα στ’αριστερά μας οι Ανατολικογερμανοί φρουροί με τις φαιοπράσινες στολές και τις ψηλές μπότες τους να φρουρούν το Τείχος. Εκεί ακριβώς, στο μεταίχμιο των δυο κόσμων, μέσα σε αυτήν την παράξενη σιγή και ακινησία, σας μελετούσαμε και αναρωτιόμασταν τι θα μας έφερνε ο επερχόμενος 21ος αιώνας. «Εκεί όπου ο κίνδυνος, εκεί βλασταίνει η σωτηρία», έτσι μας είπατε εσείς. Τα χειμωνιάτικα βράδια, το ίδιο τοπίο άλλαζε με δριμύτητα. Επικρατούσε πάλι σιγή, ήταν όμως τρομαχτικά καταθλιπτική. Το βλέμμα έπεφτε γκρίζο πάνω στο Τείχος, ο συνειρμός ερχόταν αναπόφευκτος. «... Die Mauern stehn sprachlos und kalt, im Winde klirren die Fahnen.» (Hälfte des Lebens). Όπου η λέξη «Fahnen», δεν μεταφραζόταν ως «ανεμοδείκτες», αλλά ως σημαίες, πιό ταιριαστά στο συγκεκριμένο περιβάλλον, με ευθεία απροσχημάτιστη αναφορά στις ανατολικογερμανικές σημαίες που δίπλα στο Τείχος στρίγγλιζαν στον ιστό τους, μαστιγωμένες από τον άγριο άνεμο. Όσο για την επιγραφή Zimmerstrasse, αυτή παρέπεμπε αυτομάτως στους Zimmer, την ευσπλαχική οικογένεια που σας φιλοξένησε. Λίγους μήνες μετά το Τείχος κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο μαζί με τα φυλάκια, τους σκοτωμένους, τις σημαίες και τα φαντάσματά του. Ο κόσμος ξεχύθηκε με ενθουσιασμό, ανίδεος, προς το άγνωστο.
Σήμερα, αγαπητέ κύριε Hölderlin –ή αν προτιμάτε, κύριε Scardanelli– βρεθήκαμε ξανά, έγκλειστοι. Οι αβεβαιότητες, μας πνίγουν. Φοβόμαστε τον διπλανό μας, όχι να μη μας καταγγείλει όπως τότε στην DDR, αλλά να μη μας μολύνει. Διστάζουμε να εμπιστευθούμε το μέλλον, και τα βράδια κοιτάμε τις ερημωμένες πόλεις μέσα από τα παραθυρά μας, περιμένοντας, σαν τους ήρωες του Μπόρις Πάστερνακ στο Δόκτωρ Ζιβάγκο, «μια καινούρια δύναμη». Ξεφεύγω, συγχωρήστε με. Αλλά μου δώσατε το δικαίωμα. Ήσαστε, άλλωστε –δεν ξέρω κάποιον πριν από σας στον δυτικό κόσμο– ο ποιητής των μεγάλων διασκελισμών, ακόμη και όταν χρειάστηκε να πηδήξετε άλμα επί κοντώ πάνω από χάσματα. Άξιον εστί το τίμημα.
Βλέπω τη γυναίκα μου να σταυρώνει τέσσερις φορές το ψωμί που έπλασε, προσθέτοντας λάδι και κρασί στα χέρια της. Το ζυμάρι θέλει την επαφή με την ανθρώπινη παλάμη, αν χρησιμοποιήσεις τεχνική υποστήριξη, ένα μίξερ λ.χ, το ζυμάρι αποσυντίθεται, αχρηστεύεται, το μαγικό δέσιμο του ψωμιού χάνεται. Έτσι, φαντάζομαι ,γίνεται και με την ποίηση, πλάθεται κι αυτή με την ανθρώπινη επαφή, τις φυσικές μας αισθήσεις, αδύνατον να την εμπιστευθούμε στην τεχνητή νοημοσύνη.
Τι τα θέλετε; Μάθαμε στις μέρες μας να μικραίνουμε τον κόσμο μέσα στις οθόνες των υπολογιστών και των κινητών μας, όμως ο τρόπος που αγγίζονται δυο σώματα, όπως γράφει ο Ελύτης, μένει ο ίδιος εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Απαιτεί προσπάθεια, φαντασία, πρωτοτυπία, αυτοπεποίθηση και αγάπη, όπως το ζύμωμα του ψωμιού ή η συγκέντρωση λέξεων και η σωστή τοποθέτησή τους για να αποτυπωθεί ένα καθαρό νόημα, πολλώ μάλλον να πλασθεί ένας πρωτότυπος στίχος που να εκλύει μαγεία και εμπιστοσύνη.
Άκουσα να λένε ότι οι στρατιώτες της Wehrmacht, και αυτοί ακόμη που ήσαν στην Ελλάδα τα τρομερά χρόνια 1941–1945, κουβαλούσαν στο σακίδιό τους τον Υπερίωνα σας, εκεί όπου γράφετε: «Αγαπώ την Ελλάδα πάνω από όλα, φέρει τα χρώματα της καρδιάς μου». Δεν θέλω καν να διανοηθώ τί κουβαλούσαν στις καρδιές τους αυτοί οι νέοι άνθρωποι όταν διέπρατταν τα εγκλήματά τους στην Ελλάδα. Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν οι ίδιοι, μεσήλικες ή γέροντες πιά, αναλογιζόμενοι τα πολεμικά καμώματά της νιότης τους, να θυμόντουσταν ότι τότε διαβάζαν Hölderlin. Ατυχήσατε. Υπήρξατε και εσείς θύμα της ναζιστικής προπαγάνδας που σας παραμόρφωσε για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς.
Οι κάθε λογής αναλυτές σας μέτρησαν, σας ανέλυσαν, σας τεμάχισαν, ταξινόμησαν με μεγάλη ακρίβεια τα ευρήματα και συμπεράσματά τους, αλλά φοβάμαι ότι έτσι, μας στέρησαν το προνόμιο της αμηχανίας απέναντί σας. Με την κατηγοριοποίηση των απαντήσεων χάσαμε κάτι από τη μαγεία του αινίγματος. Με αφορμή την διανοητική ταραχή σας, κάποιοι βιάστηκαν να σας κατατάξουν στους maudit ποιητές, αυτούς που καταριώνται τη ζωή και τον εαυτό τους. Οποία πλάνη. Εσείς που ταχθήκατε από νωρίς με το μέρος της «αγίας αθωότητας». Όλοι έχουμε δικαίωμα στον Παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, και εσείς τον διεκδικήσατε για λογαριασμό μας.
Θελήσατε να συνδιαλλαγείτε ισότιμα με τους ποιητές μας, θητεύσατε στη γλώσσα μας για να υπηρετήσετε τη δική σας. Και όμως, φοβούμαι ότι αλλιώς σας διαβάζουμε εμείς, αλλιώς σας διαβάζουν οι συμπατριώτες σας. Σκέπτομαι καμιά φορά, μήπως δεν θα ήταν προτιμότερο, Έλληνες και Γερμανοί να παραδεχθούμε κάποτε τις πολιτισμικές μας διαφορές. Ίσως έτσι να μπορούσαμε να συνεννενοηθούμε καλύτερα. Σε μια τέτοια προσπάθεια, πιστεύω ότι θα μπορούσατε να βοηθήσετε.
Αρνηθήκατε να αναδειχθήτε σε Dichterfürst, σαν αυτούς που λοιδωρούσαν εσάς ως Hölterlein. Προτιμήσατε να μείνετε ο πρίγκηπας του Neckar και ως αιθεροβάτης Άβαρις, Υπερβόρειος συλλειτουργός Αρχιερέας του Απόλλωνα, να επισκέπτεσθε καμιά φορά τη Δήλο. Σε μια εποχή τόσο αντιφατική σαν τη δική μας, όπου άλλοι συγκαιρινοί σας απέμειναν μνημεία, εσείς παραμένετε ολοζώντανος. Και μοναδικός. «The one remains, the many change and pass», όπως έγραψε ο Shelley στη δική του Αδωνιάδα. Η ποίησή σας ρέει, σαν το αίμα στις φλέβες.
Κλεισμένος στη Στουτγάρδη, μας προσκαλέσατε να ανεβούμε μαζί τις πλαγιές του Παρνασσού, να συμφιλιωθούμε πάλι, με τόσους αιώνες καθυστέρηση, με την ταύτιση του Χριστού με τον Διόνυσο, να γευτούμε ξανά από το γενναιόδωρο χέρι του Θεού το ψωμί και το κρασί, να καταδεχθούμε την ευγένεια των καρπών της γης στο μεγάλο τραπέζι.
Σας είμαστε ευγνώμονες, κύριε Hölderlin, για αυτήν την προσφορά. Σας είμαστε ευγνώμονες για αυτό το φως που ακτινοβολεί μέσα στη νύχτα – και εδώ θα συμφωνήσω με τον Walter Benjamin– που σε ένα γράμμα του, το 1916, έγραφε «καταμεσίς στη νύχτα που βρισκόμαστε... εδώ και χρόνια βλέπω να ακτινοβολεί, μέσα από αυτήν τη νύχτα, το φως του Hölderlin.» Σας είμαστε ευγνώμονες, επειδή περάσατε μέσα από το φρικτό καμίνι της προπαγανδιστικής παραμόρφωσης και μείνατε χλωρός. Και εγώ, σας είμαι προσωπικά ευγνώμων, επειδή ίσως και να μοιραστήκαμε κάποτε μαζί κάτι από το συναίσθημα του ανθρώπου που ξαγρυπνά μόνος, κάπου στην Κεντρική Ευρώπη – τις πολλές εκείνες νύχτες των μικρόψυχων καιρών –der dürftigen Zeit– που εσείς επιμείνατε να είσθε ποιητής, παρά να κοιμηθήτε.
Την Ελλάδα που τόσο βαθιά αγαπήσατε, δεν μπορέσατε να την περιηγηθήτε. Την αισθανθήκατε, εξ αποστάσεως. Την ψηλαφίσατε, όχι μόνο μυούμενος στα αρχαία θαύματά της, αλλά παρακολουθώντας και τις κατοπινές της περιπέτειες. Ακόμη και όταν σας τύλιγαν σκιές, όταν σας έφερναν την είδηση, το 1829, ότι η Ελλάδα έγινε ελεύθερη ξανά, φωτιζόταν το ταλανισμένο βλέμμα σας. Λένε κάποιοι ότι εξιδανικεύσατε τη χώρα μας. Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε την ουσιώδη διάκριση μεταξύ εξιδανίκευσης και ενθουσιασμού. Ακόμη και εάν δεν τον έχετε ρητά αναφέρει, έχετε πλήρη γνώση, πιστεύω, της ετυμολογικής ρίζας του ενθουσιασμού, από τη λέξη «ένθεος» – ας μη μας τρομάζει η λέξη. Άξιον εστί το τίμημα.
Το προσεχές έτος θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια της ύπαρξης του νεώτερου ελληνικού κράτους. Θα σας προσκαλέσουμε να συμμετάσχετε και εσείς στους εορτασμούς. Σε αυτά τα διακόσια χρόνια, η Ελλάδα έζησε θαύματα και δράματα, οι εχθροί και πάλι δεν μας έλειψαν, υποτιθέμενοι «φίλοι» αποδείχθηκαν εχθροί, και άλλοι φίλοι απογοητεύθηκαν ή δεν είχαν την υπομονή να κατανοήσουν εξελίξεις. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω εσείς ποιά γνώμη θα είχατε, όμως στη χώρα μας, ακόμη, καμιά από τις παλιές παραδόσεις μας δεν έχει πραγματικά πεθάνει. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, μάς είναι δύσκολο να αποφασίσουμε αν ο Θεός που κηδεύουμε είναι ο Χριστός ή ο Άδωνις.
Η αγαπημένη σας Ελλάδα βρήκε ξανά τον βηματισμό της, και ας σκόνταψε αρκετές φορές, βάζοντάς καμιά φορά, η ίδια τρικλοποδιά στον εαυτό της. Περί τα τέλη του εικοστού αιώνα, ένας άλλος ερημίτης «συλλάβισε» (όπως κάπου γράφει εύστοχα ο Σεφέρης) βήμα–βήμα τον τόπο μας, ο συγγραφέας Jaques Lacarriere. Καταγράφοντας με πολύ ρεαλιστικό τρόπο τις δικές του απτές εντυπώσεις από τα οδοιπορικά του στη χώρα μας σε ένα βιβλίο, Το ελληνικό καλοκαίρι, προβαίνει σε μια καταληκτική διαπίστωση: «Πάντα απαιτούσαμε πολλά από την Ελλάδα, και αυτή πάντα έβρισκε τον τρόπο να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας».
Τα απογεύματα στην Αττική και στο Βραδεμβούργο γίναν ξανά φωτεινά. Ο καταναγκαστικός εγκλεισμός των ανθρώπων έδωσε στην «αγία φύση» την ευκαιρία να αναρρώσει, και αυτή την αξιοποίησε. Ο ουρανός ξανάγινε γρήγορα γαλάζιος και τα νερά καθάρισαν. Τα ζώα του δάσους κατηφόρισαν στις πόλεις. Η φύση είναι σοφή και δίκαιη, ακόμη και σπλαχνική στα εγκλήματα και παθήματα των ανθρώπων. Η μάστιγα της πανδημίας που μας πλήττει είναι μια ευκαιρία για τον άνθρωπο. αν θέλει, ας την αξιοποιήσει. Έχετε δίκιο, για μια ακόμη φορά: «Eκεί όπου ο κίνδυνος, εκεί βλασταίνει η σωτηρία».
6 Ιουνίου σήμερα που σας γράφω, παραμονή της επετείου της απαλής θανής σας, το 1843. 6 Ιουνίου, μια μεγάλη μέρα, η «πιό μεγάλη μέρα». D–Day, 6 Ιουνίου 1944, η ημέρα της νικηφόρας απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία, η ημέρα της αρχής του τέλους για τον ναζισμό.
6 Ιουνίου 1990, πριν τριάντα χρόνια ακριβώς, η πρώτη συναυλία των Rolling Stones μετά την πτώση του Τείχους, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου. Τα σύνορα στην Ευρώπη έχουν πλέον ανοίξει και εκατοντάδες νέες και νέοι από τις ανατολικές χώρες έχουν κατακλύσει με τις εθνικές σημαίες τους την κονίστρα του Ολυμπιακού Σταδίου, για να τους δουν από κοντά, τους Rolling Stones σε πλήρη (πλήρη;) ωριμότητα, αυτούς τους ίδιους που λίγους μήνες πριν, έγκλειστοι μέσα στο Σιδηρούν Παραπέτασμα, τούς άκουγαν εξ αποστάσεως επί χρόνια, κρυφά, στα ραδιόφωνά τους. Είχα πείσει, παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, να παρακολουθήσουμε μαζί τη συναυλία, έναν Άγγλο συνάδελφο. Καθόμασταν μαζί στις κερκίδες, πίνοντας μπύρες και βλέποντας το πλήθος να αναδεύεται κατά κύματα γύρω στη σκηνή. Προσπαθούσα να εντοπίσω με τα κυάλια τη γυναίκα μου που είχε κατέβει στην κονίστρα, ανάμεσα στους νεαρούς Ανατολικοευρωπαίους. Και όταν, στο αποκορύφωμα, ο Mick Jagger, μιμούμενος τον Απόλλωνα, καρφώνει ένα δόρυ στο ομοίωμα ενός γιγαντιαίου Πύθωνα στο πλάι της σκηνής, τα πλήθη, μεθυσμένα από ενθουσιασμό, αλαλάζουν διονυσιασμένα, χορεύοντας και κραδαίνωντας τα λάβαρά τους. Πιστεύω ότι θα το εγκρίνατε αυτό, αγαπητέ μου κύριε Hölderlin, καλέ μου Scardanelli. Denn alles ist gut.
Ε̶υ̶π̶ε̶ι̶θ̶έ̶σ̶τ̶α̶τ̶ο̶ς̶ Ειλικρινά δικός σας,
Θεόδωρος Δασκαρόλης
Διαβάστε την επιστολή και στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Edition Romiosini.
:: Εκδηλώσεις του CeMoG — Προγραμματισμένες εκδηλώσεις του Κέντρου Νέου Ελληνισμού
:: Ελληνόφωνο εκδοτικό πρόγραμμα — Τίτλοι της Edition Romiosini στα ελληνικά
:: Επισκόπηση Τύπου — Αναφορές του Τύπου στο CeMoG και το εκδοτικό του πρόγραμμα
:: Ενημέρωση — Ενημέρωση του κοινού στα ελληνικά