Doris Wille: «Η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια γέφυρα ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς!»
Μεταγραφή της συνέντευξης της Ντόρις Βίλλε: «Η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια γέφυρα ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς!»
- Η ελληνική λογοτεχνία στη Γερμανία
- Οι συγγραφείς
- Πώς γίνεται κανείς μεταφραστής λογοτεχνίας;
- Τι σημαίνει για σένα η μετάφραση;
- Το επάγγελμα
- Η διαδικασία
- Πολιτισμικά στοιχεία
- Οικειοποίηση ή ξενοποίηση
- Διδάσκεται η λογοτεχνική μετάφραση;
- Επιμέλεια
- Εκδοτικοί οίκοι
- Λογοτεχνικοί πράκτορες
- Εκθέσεις βιβλίων
- Κριτική μετάφρασης
Η ελληνική λογοτεχνία στη Γερμανία
Όταν σκέφτομαι ποιον ή ποια συγγραφέα θα ήθελα να μεταφράσω, πρώτη έρχεται σίγουρα η Έρση Σωτηροπούλου. Πρόκειται για μια συγγραφέα την οποία εκτιμώ πάρα πολύ, επειδή έχει έναν πολύ δουλεμένο λόγο, τα κείμενά της είναι καλά και αποτελεί μια πολύ σύγχρονη ευρωπαϊκή φωνή της Ελλάδας που αξίζει πραγματικά μια θέση στη γερμανική αγορά βιβλίων. Αυτή τη συγγραφέα θα ήθελα πάρα πολύ να τη μεταφράσω. Προσπαθούμε κιόλας να βρούμε έναν εκδοτικό οίκο, αλλά είναι δύσκολο. Γενικά είναι δύσκολο για την ελληνική λογοτεχνία να βρει ένα γερμανικό εκδοτικό οίκο.
Η ελληνική λογοτεχνία δεν είναι πραγματικά της μόδας, δεν είναι κάτι που ενδιαφέρει πραγματικά τους εκδοτικούς οίκους. Θα σας πω ένα ενδιαφέρον παράδειγμα για τη σχέση της ελληνικής λογοτεχνίας με τους γερμανικούς εκδοτικούς οίκους. Υπάρχει μια συγγραφέας, λέγεται Kay Cicellis, η οποία μεγάλωσε σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον και στην αρχή της σταδιοδρομίας της έγραψε πολλά έργα στην αγγλική γλώσσα και μεταφράστηκε στα γερμανικά. Έχουν εκδοθεί πολλά βιβλία της στα γερμανικά. Και κάποτε άρχισε να γράφει στα ελληνικά, αλλά τότε σταμάτησε να μεταφράζεται πλέον. Πρόκειται για μια συγγραφέα που μεταφράστηκε από τον ίδιο τον Heinrich Böll. Ο Heinrich Böll μαζί με τη σύζυγό του Anne Marie Böll μετέφρασαν ένα βιβλίο της, αλλά και άλλα βιβλία της εκδόθηκαν στη Γερμανία, όμως από τη στιγμή που άρχισε να γράφει στα ελληνικά οι μεταφράσεις σταμάτησαν. Και πρόκειται για την ίδια συγγραφέα, η οποία σίγουρα δεν γράφει χειρότερα στα ελληνικά από ό,τι στα αγγλικά. Πιστεύω ότι απλώς οι εκδοτικοί οίκοι δεν θέλουν να αγοράσουν γουρούνι στο σακί. Δεν μπορούν να διαβάσουν τα ελληνικά κείμενα και αναγκάζονται να αναθέτουν αυτή τη δουλειά σε εξωτερικούς συνεργάτες. Έτσι λειτουργεί το σύστημα, εφόσον υπάρξει ενδιαφέρον για το βιβλίο και τον συγγραφέα που θα βασίζεται σε ένα «πακέτο προσφοράς», τότε ανατίθεται σε έναν εξωτερικό εμπειρογνώμονα να το διαβάσει και από αυτόν εξαρτάται αν θα το προτείνει ή όχι. Οι επιμελητές από μόνοι τους δεν μπορούν να κρίνουν ούτε το κείμενο ούτε το βιβλίο, ενώ για άλλες γλώσσες η κατάσταση είναι διαφορετική. Μπορούν να διαβάσουν τα αγγλικά βιβλία και συνήθως και άλλες γλώσσες, ιταλικά, σουηδικά ίσως, ίσως γαλλικά, ισπανικά, αλλά ελληνικά ελάχιστοι μόνο από αυτούς γνωρίζουν και αυτός είναι ο λόγος που πολλά βιβλία τελικά δεν εκδίδονται.
Οι συγγραφείς
Όταν σκέφτομαι ποια είδη κειμένων μεταφράζω, είναι στην ουσία τρία: η παιδική λογοτεχνία, παιδική και νεανική, αλλά δεν περιορίζομαι σε αυτήν, μεταφράζω και λογοτεχνία για ενήλικες, και τελευταία μεταφράζω και ποίηση. Για την ποίηση ένιωθα για πολύ καιρό κάποιο δέος και θεωρούσα ότι δεν ήμουν ικανή να τη μεταφράσω, αλλά αποδείχθηκε ότι μπορώ, και πλέον αποτελεί ένα νέο πεδίο για μένα. Τελευταία μετέφρασα ένα μεγάλο ποίημα του Τίτου Πατρίκιου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Akzente». Ήταν κάτι καινούριο για μένα, αλλά είδα ότι τα κατάφερα και μου αρέσει πολύ. Ένα άλλο πεδίο είναι η παιδική και νεανική λογοτεχνία και ξεκίνησε τυχαία, όπως πολλά πράγματα ξεκινούν τυχαία. Ήμουν στην Έκθεση Βιβλίου στη Φρανκφούρτη και εκεί γνώρισα τον Ευγένιο Τριβιζά και με ρώτησε αν θα ήθελα να μεταφράσω ένα συγκεκριμένο βιβλίο του, και φυσικά ήταν μια ιδιαίτερη πρόκληση γιατί δουλεύει έντονα με λογοπαίγνια αλλά και ομοιοκαταληξίες. Το προσπάθησα και πέτυχε, το βιβλίο είχε τίτλο «Ποιος έκανε πιπί στο Μισισιπή» και το μετέφρασα στα γερμανικά ως «Pipi und Mississippi» και ανακάλυψα ένα ταλέντο μου, ότι μπορώ να μεταφράζω ποιήματα με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, κι αυτό προφανώς έχει άμεση σχέση με το γεγονός ότι όταν ήμουν μικρή λάτρευα τον Wilhelm Busch, και κάπως αυτά τα στιχάκια τα έχω μέσα μου και μου είναι εύκολο να τα μεταφράσω.
Ο Wilhelm Busch για παράδειγμα έχει ένα στίχο «Χράτσα χρούτσα στη σανίδα πριονίζουν μια παγίδα» (Ritzeratze! voller Tücke, In die Brücke eine Lücke) και τέτοια πράγματα όταν είναι στα ελληνικά σκέφτεσαι πώς μπορεί κανείς να το μεταφράσει αυτό στα γερμανικά, αλλά επειδή διάβαζα πολύ Wilhelm Busch σαν παιδί, μου είναι πολύ εύκολο. Και στην περίπτωση του Τριβιζά μετέφρασα αρκετά βιβλία που δεν έχουν εκδοθεί γιατί μέχρι τώρα προορίζονταν για αναγνώσεις σε βιβλιοπαρουσιάσεις, όμως πήγαν καλά και μου αρέσει πολύ. Αυτά όσον αφορά το πεδίο της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας, και γενικά ως παιδί διάβαζα και μου διάβαζαν πάρα πολύ όταν ήμουν πολύ μικρή, και πιστεύω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό αν θέλει κανείς να μεταφράσει παιδική λογοτεχνία, να έχει μέσα του αυτό τον κόσμο. Αν για παράδειγμα θέλει να μεταφράσει ένα παραμύθι, χρειάζεται αυτό το ύφος, αυτή την αίσθηση, είναι κάτι που είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς διαβάζοντας, αφού ενηλικιωθεί. Πρέπει, νομίζω, να έχεις μεγαλώσει με αυτά και για αυτό πιστεύω ότι έχω μια ιδιαίτερη κλίση για παιδική και νεανική λογοτεχνία. Για παράδειγμα, στον Τριβιζά υπάρχουν ομοιοκαταληξίες όπως… υπάρχει ένα σημείο που ένα μικρό παπάκι λέει: «Έκανα πιπί, ναι, πολλή ώρα, και μάλιστα με φόρα!», μοιάζει λίγο με τον Wilhelm Busch, έτσι δεν είναι;
Σχετικά με τη γλώσσα των νέων υπάρχει μια ιδιαίτερη δυσκολία, ιδίως αν ο μεταφραστής ζει στο εξωτερικό, γιατί είναι μια γλώσσα που εξελίσσεται έντονα και αλλάζει πολύ και δημιουργούνται συνέχεια νέες εκφράσεις, αργκό. Εκεί ως μεταφραστές πρέπει να προσέχουμε, καθώς υπάρχουν εκφράσεις που είναι πολύ της μόδας και ύστερα από δύο χρόνια θεωρούνται ξεπερασμένες. Μιλούσα χθες για αυτό το θέμα με ένα συγγραφέα, τον Daniel Höra, ο οποίος αποφεύγει να χρησιμοποιεί τέτοιου είδους εκφράσεις αργκό που είναι τόσο έντονα συνδεδεμένες με μια συγκεκριμένη εποχή. Κι αυτό για εμένα ως μεταφράστρια ήταν καθησυχαστικό, επειδή πάντα νιώθεις τον πειρασμό να χρησιμοποιήσεις μια έκφραση που την άκουσες κάπου, αλλά που δεν νιώθεις και πολύ σίγουρη για το τι σημαίνει. Είναι καλό να τις αποφεύγουμε αυτές τις εκφράσεις, γιατί μετά από δυο χρόνια μπορεί να είναι ξεπερασμένες και οι ίδιοι οι συγγραφείς θέλουν να γράφουν σε μια νεανική γλώσσα – τουλάχιστον για το παράδειγμα που σας είπα το ξέρω με ακρίβεια – αλλά αυτή η γλώσσα να μην εξαρτάται από εκφράσεις μιας χρονιάς.
Ένας ακόμη τομέας που μεταφράζω εκτός από την ποίηση και την παιδική και νεανική λογοτεχνία που είναι ο βασικός τομέας μου, είναι και η λογοτεχνία για ενήλικες, και σε αυτόν τον τομέα υπάρχει μια συγγραφέας που εκτιμώ ιδιαίτερα, η Έρση Σωτηροπούλου, της οποίας μετέφρασα ένα μυθιστόρημα, το Ζιγκ Ζαγκ στις νεραντζιές που εκδόθηκε στον εκδοτικό οίκο DTV. Επίσης μεταφράζω συχνά διηγήματα για λογοτεχνικά περιοδικά και παρουσιάσεις βιβλίων και μόλις πρόσφατα, το Μάιο 2014, πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο ένα ευρωπαϊκό συνέδριο συγγραφέων, όπου η Έρση Σωτηροπούλου παρευρέθηκε ως εκπρόσωπος της Ελλάδας, και για την παρουσίαση βιβλίων που έγινε εκεί - διοργανώθηκε μια βραδιά ευρωπαϊκής λογοτεχνίας - μετέφρασα ένα απόσπασμα από το τελευταίο της μυθιστόρημα που λέγεται «Εύα», το οποίο και αναγνώστηκε σε αυτό το πλαίσιο. Επίσης, πριν λίγο καιρό, την άνοιξη του 2014, δημοσιεύτηκε ένα διήγημά της στο λογοτεχνικό περιοδικό «Κrachkultur», ένα πολύ αξιόλογο λογοτεχνικό περιοδικό.
Ο Μάνος Κοντολέων είναι ένας συγγραφέας που γράφει διάφορα είδη. Έχει μια δυνατή παρουσία στη συγγραφή παιδικής λογοτεχνίας, αλλά και γενικότερα έχει γράψει ενδιαφέρουσα λογοτεχνία, μυθιστορήματα για ενήλικες. Ένα από τα βιβλία του που μου αρέσει πολύ είναι η «Ιστορία ευνούχου». Αυτό θα ήθελα πολύ να το μεταφράσω. Αλλά έχει γράψει και πολλά βιβλία για νέους. Αυτό που διαβάσαμε στο Βερολίνο ήταν ένα απότα κλασικά του, «Ο αδερφός της Ασπασίας» και ο «Ανίσχυρος άγγελος», είναι ένα μυθιστόρημα που έχει να κάνει με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που αποτέλεσε και έναυσμα για τις μεγάλες αναταραχές στην Αθήνα και όλα αυτά τα επεξεργάστηκε με τη μορφή μυθιστορήματος.
Πώς γίνεται κανείς μεταφραστής λογοτεχνίας;
Στην πραγματικότητα προέρχομαι από το χώρο της δημοσιογραφίας, εργάστηκα πολλά χρόνια στο ραδιόφωνο, μετά όμως ήρθε η μέρα που μετακόμισα στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Κεφαλονιά και εκεί δεν μπορούσα να συνεχίσω να εργάζομαι ως δημοσιογράφος. Δεν ήταν δυνατόν, διότι πολύ απλά είναι επαρχία και ήμουν αναγκασμένη να μένω εκεί και δεν μπορούσα να ταξιδεύω π.χ. στην Αθήνα για να κάνω έρευνα. Έπρεπε να βρω ένα νέο προσανατολισμό. Σε όλη μου τη ζωή όμως ασχολούμουν με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, άλλωστε σπούδασα Γερμανική Φιλολογία και μου προέκυψε κάποτε η ευκαιρία να μεταφράσω ένα μικρό λογοτεχνικό κείμενο για τον εκδοτικό οίκο Romiosini. Σε αυτόν τον εκδοτικό οίκο, λοιπόν, ετοίμαζαν έναν τόμο με τίτλο «Λογοτεχνικά ταξίδια στην Ελλάδα». Ξεκίνησα με ένα κείμενο, αλλά μου έστειλαν κι άλλο ένα κι άλλο ένα και κάποτε είχα μεταφράσει το μισό βιβλίο και έτσι ξεκίνησα.
Για να ασχοληθεί κάποιος με τη λογοτεχνική μετάφραση, μπορεί φυσικά να κάνει αντίστοιχες σπουδές ή και να προέρχεται από διαφορετικό χώρο. Εγώ προσωπικά μπήκα ξαφνικά στο χώρο της μετάφρασης. Βέβαια σπούδασα Γερμανική Φιλολογία και ασχολούμουν πολύ με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, αλλά την ίδια τη γλώσσα, τα ελληνικά, τα έμαθα μόνη μου, δεν τα σπούδασα ποτέ στο πανεπιστήμιο, παρακολούθησα ίσως τρεις μήνες ένα σεμινάριο, αλλά κατά τα άλλα είμαι αυτοδίδακτη, όπως είπα. Διάβαζα πάρα πολύ, μιλούσα πολύ και ζω πλέον πάνω από 20 χρόνια στην Ελλάδα, κι ελπίζω να φαίνεται κιόλας.
Τι σημαίνει για σένα η μετάφραση;
Ο μεταφραστής διαμεσολαβεί φυσικά και ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς και όχι μόνο σε μεμονωμένες λέξεις, γενικά η μετάφραση ενός λογοτεχνικού κειμένου αποτελεί μια διαμεσολάβηση μεταξύ δυο πολιτισμών και αυτό είναι το δύσκολο και αυτό είναι και το ωραίο. Κι αυτό πηγαίνει ακόμη πιο πέρα, όταν βρίσκεσαι σε παρουσιάσεις βιβλίων και βλέπεις μπροστά σου το κοινό και βιώνεις την αντίδρασή του, τότε νιώθεις πραγματικά πώς η λογοτεχνική μετάφραση αποτελεί και μια γέφυρα ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς.
Το επάγγελμα
Το θεωρώ αδύνατο να μπορεί κανείς να ζήσει αποκλειστικά από τη λογοτεχνική μετάφραση. Εγώ κάνω και άλλες μεταφράσεις, είμαι ορκωτή μεταφράστρια και μπορώ να μεταφράζω και επίσημα έγγραφα, κι αυτό είναι ένα βασικό έσοδο και μου αρέσει κιόλας, είναι λίγο σαν «το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Δηλαδή, η μετάφραση των επίσημων εγγράφων είναι το «τερπνόν» και με τη λογοτεχνική μετάφραση κάνω κάτι που μου προκαλεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Γιατί οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές, ένα έγγραφο πρέπει φυσικά να το μεταφράζεις με ακρίβεια, δεν χρειάζεται να είσαι δημιουργικός, ενώ στη λογοτεχνική μετάφραση αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο, να χειρίζεσαι τη γλώσσα δημιουργικά και στην ιδανική περίπτωση να δημιουργείς ένα νέο λογοτεχνικό κείμενο.
Η διαδικασία
Φυσικά αρχικά διαβάζω το κείμενο στα ελληνικά και μετά κάνω μια πρόχειρη μετάφραση, μεταφράζω, δηλαδή, μια φορά πρόχειρα το κείμενο, ώστε να υπάρχει ολόκληρο μεταφρασμένο και μετά με βάση αυτή τη μετάφραση να μπορώ να κάνω τη λεπτοδουλειά. Τότε πλέον με ενδιαφέρει να δημιουργήσω ένα καλό γερμανικό κείμενο.
Προσέχω να υπάρχουν καλές εκφράσεις, δηλαδή να μην είναι κοινότυπες, αλλά να είναι πραγματικά ωραίες διατυπώσεις που αγγίζουν τον αναγνώστη και απλά ομορφαίνουν το κείμενο. Φυσικά όλα αυτά πρέπει να είναι αντίστοιχα με το ελληνικό κείμενο, αλλά γενικά όταν κινείσαι σε ασφαλές έδαφος στη μετάφραση, νομίζω ότι το κείμενο γίνεται βαρετό, πρέπει να τολμάς κιόλας.
Προσπάθησα κάποτε να εξηγήσω σε μαθητές πώς μεταφράζω, και πράγματι είναι μια περιγραφή για παιδιά σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί μια μετάφραση. Σκέφτηκα λοιπόν μια εικόνα, σαν να φροντίζω έναν κήπο, να φτιάχνω ένα παρτέρι για λουλούδια, πρώτα σκάβω το χώμα και βγάζω τα αγριόχορτα και ετοιμάζω το έδαφος, όπως όταν μεταφράζω πρόχειρα το κείμενο, και μετά αφαιρώ ένα ένα τα ζιζάνια, βγάζω τις λέξεις που δεν ταιριάζουν και χαλούν τη γενική εικόνα και μετά αρχίζω να φυτεύω εδώ κι εκεί: ωραία λουλούδια, όχι ωραίες λέξεις αλλά εκφραστικές. Χρησιμοποιώ εκφραστικά δυνατές λέξεις. Όπως και με ένα κήπο που δεν έχει απλά μια επιφάνεια με γκαζόν, αλλά ξεπροβάλλουν και διάφορα λουλουδάκια.
Για παράδειγμα, είχα ένα κείμενο που μιλούσε για κατσαρίδες που περιδιάβαιναν την κουζίνα. Το ελληνικό κείμενο έγραφε «περάσανε από την κουζίνα», αλλά δεν είπα «gehen», δηλαδή περπατούν, αλλά «huschen», γιατί το ρήμα αυτό αποδίδει την ταχύτητα με την οποία κινούνται οι κατσαρίδες, οι κατσαρίδες ξεγλιστρούν, κινούνται γρήγορα, δεν λες «περπατούν», θέλεις κάτι πιο εκφραστικό, αυτό εννοώ να τολμήσεις όταν μεταφράζεις.
Το ερώτημα σχετικά με το πότε είναι έτοιμη μια μετάφραση, πότε πραγματικά είσαι ικανοποιημένος με τη μετάφρασή σου, είναι δύσκολο να απαντηθεί. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία για εμένα είναι να διαβάζω δυνατά το κείμενο και όταν διαβάζοντάς το ρέει καλά και χαίρομαι που το διαβάζω, όταν νιώθω ότι είναι εντάξει, ότι έχω εκφράσει καλά το πρωτότυπο και μου αρέσει να το ακούω, τότε σκέφτομαι ότι η μετάφραση είναι εντάξει. Αλλά πότε είναι εντάξει μια μετάφραση; Είναι δύσκολο να το πεις. Είναι ζήτημα αίσθησης. Είναι απλώς μια αίσθηση. Σκέφτεσαι, τώρα μπορώ να το αφήσω, το κείμενο ρέει. Ειδικά όταν το διαβάζεις δυνατά, καταλαβαίνεις αμέσως αν το κείμενο σκαλώνει κάπου, αν εσύ η ίδια σκοντάφτεις καθώς το διαβάζεις. Αν νιώσεις ότι ακόμη δεν είναι σωστό, ότι αυτό δεν θα το έλεγες έτσι στα γερμανικά, τότε πρέπει να το δουλέψεις ξανά. Νομίζω λοιπόν ότι είναι σημαντικό το κείμενο να λειτουργεί όταν το διαβάζεις δυνατά και ρέει καλά και νιώθεις εντάξει με τον εαυτό σου κι έχεις την αίσθηση ότι είναι σωστό. Είναι πράγματι ένα συναίσθημα, δεν είναι κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες. Νιώθεις ότι η μετάφραση τελείωσε και είναι καλή. Δεν μπορώ να το περιγράψω διαφορετικά.
Πολιτισμικά στοιχεία
Η δυσκολία ξεκινάει ήδη από τη λέξη «πλατεία», όπου στα ιταλικά θα έλεγες απλώς «piazza» και θα το καταλάβαιναν όλοι, το ξέρουν, κι εγώ προσπαθώ να την εισάγω αν μπορώ. Δηλαδή, κρατώ στα ελληνικά μια λέξη όπως «πλατεία», ίσως σε ένα μεγάλο κείμενο να αναφέρω στην αρχή και τη γερμανική λέξη «Platz» μαζί με τη λέξη «πλατεία» και στη συνέχεια του κειμένου να χρησιμοποιήσω τη λέξη «πλατεία», γιατί σκέφτομαι πως εφόσον γίνεται στα ιταλικά, γιατί να μην γίνει και στα ελληνικά; Στα ιταλικά λειτουργεί πολύ καλά. Όλοι γνωρίζουν τι θα πει «piazza» και όντως μπορούμε να εισαγάγουμε πολλά από τα ελληνικά, αλλά φυσικά το κείμενο πρέπει να παραμένει κατανοητό. Σε ό,τι αφορά, όμως, λέξεις που έχουν ένα πολιτισμικό φορτίο, δηλαδή πράγματα που δεν υπάρχουν στη Γερμανία, εκεί συναντάμε ορισμένες δυσκολίες. Ορισμένες φορές πρέπει να τις εξηγούμε, τη «μαγειρίτσα» θα την έλεγα «πασχαλιάτικη σούπα» ή «πασχαλιάτικη σούπα-μαγειρίτσα», ωστόσο κάθε περίπτωση διαφέρει. Μερικές φορές γίνεται να χρησιμοποιήσουμε μια γερμανική λέξη που κρύβει μέσα της μία επεξήγηση. Μερικές φορές δεν γίνεται, εξαρτάται, όμως συχνά βρίσκεις λέξεις που εξηγούν αυτό το πράγμα, αλλά φυσικά είναι πολύ χαζό να πρέπει να εξηγήσεις κάτι με δευτερεύουσα πρόταση, προσπαθείς να το αποφύγεις.
Νομίζω ότι ορισμένες λέξεις μπορούμε να τις αφήσουμε στα ελληνικά και κυρίως σε μεγάλα κείμενα όπου βάζουμε τη λέξη στην αρχή με μια σύντομη επεξήγηση και μετά τη χρησιμοποιούμε σε όλο το υπόλοιπο κείμενο.
Οικειοποίηση ή ξενοποίηση
Όταν σκέφτομαι ποιες είναι οι αδυναμίες ή τα εμπόδια όταν μεταφράζουμε, καταλήγω στο ότι και πάλι έχουν σχέση με την τόλμη, πρέπει να έχεις την τόλμη να αποδεσμευτείς από το ελληνικό κείμενο. Μου είναι για παράδειγμα πιο εύκολο όταν επιμελούμαι το κείμενο μιας συναδέλφου, αισθάνομαι πολύ πιο ελεύθερη να το εκγερμανίσω. Όταν, όμως, μεταφράζω εγώ το κείμενο, νιώθω ακόμη αυτό το σεβασμό για τον συγγραφέα και δεν θέλω να τον αλλάξω πολύ, παρόλο που μόνο καλό κάνει αυτό στο κείμενο. Στο τέλος φτάνω κι εγώ στο σημείο να αποδεσμευτώ κι εγώ και το κείμενο από το πρωτότυπο. Δηλαδή ο στόχος είναι πάντα ένα ευανάγνωστο γερμανικό κείμενο. Όταν μεταφράζουμε από τα ελληνικά υπάρχουν πολλές εκφράσεις που ισχύουν και στα γερμανικά, θα μπορούσαμε να τις πούμε και έτσι στα γερμανικά, αλλά κανονικά δεν λέγονται έτσι. Εκεί πρέπει να προσέξεις, να μην σκεφτείς «θα μπορούσαμε να το πούμε και έτσι στα γερμανικά». Πρέπει να έχουμε μια απόσταση από το πρωτότυπο κείμενο και να πούμε, εντάξει, αυτό είναι το ελληνικό κείμενο και θα προσπαθήσω απλώς να συγκεντρωθώ ξανά και να το πω στα γερμανικά. Έχω μια πολύ γνωστή συνάδελφο που μετέφραζε από τα ρωσικά, τη Σβετλάνα Γκάιερ, που το είχε πει πολύ ωραία, ότι όταν μεταφράζεις πρέπει να σηκώνεις τη μύτη σου ψηλά, δηλαδή, όχι να γίνεσαι υπερόπτης, αλλά να διαβάζεις το κείμενο, να αφήνεις την πρόταση να μπει μέσα σου, μετά να παίρνεις μια απόσταση και χωρίς να κολλάς στο χαρτί, να ξαναλές την πρόταση εκ νέου διατυπώνοντάς τη ξανά. Αυτό είναι το ιδανικό, νομίζω ότι το είπε πολύ ωραία.
Διδάσκεται η λογοτεχνική μετάφραση;
Φυσικά η μετάφραση είναι μια τέχνη που μπορείς να τη μάθεις. Κατά πόσο όμως μπορείς να μάθεις να μεταφράζεις λογοτεχνία, να μάθεις αυτή την τέχνη, νομίζω ότι εκεί υπάρχουν όρια. Πρέπει να έχεις ένα λογοτεχνικό αισθητήριο, και τη δημιουργικότητα μπορείς να τη μάθεις μέχρι ένα βαθμό. Η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια δημιουργική δουλειά και πρέπει να έχεις κάποια κλίση προς τη δημιουργικότητα. Σίγουρα μπορείς να την ενισχύσεις με ένα μάθημα ή με σπουδές. Κι εγώ παρακολούθησα δυο σεμινάρια στο Literaturhaus του Μονάχου. Υπήρχαν δυο σεμινάρια ειδικά για τη μετάφραση ελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά και με βοήθησαν πολύ, έμαθα κάποια καινούρια πράγματα. Αλλά γενικά πιστεύω ότι πρέπει να έχεις ένα αισθητήριο, μια κάποια φλέβα, ένα κάποιο ταλέντο για τη λογοτεχνία.
Επιμέλεια
Η επιμέλεια είναι κάτι πολύ σημαντικό, γιατί φυσικά κάποια στιγμή δεν βλέπεις πλέον τις αδυναμίες που μπορεί να έχει το κείμενό σου. Στην ιδανική περίπτωση ο εκδοτικός οίκος αναθέτει αυτή τη δουλειά σε έναν επιμελητή, με τον οποίο συνεργάζεσαι. Αλλά αυτό δεν γίνεται για μεταφράσεις που προορίζονται για παρουσιάσεις βιβλίων και σπανίως για λογοτεχνικά περιοδικά. Έτσι έφτιαξα μια ομάδα με μια φίλη και συνάδελφο, με την οποία συνεργάζομαι πολύ καλά, και επιμελούμαστε η μία τα κείμενα της άλλης. Αυτό είναι ένα πολύ καλό backup, είναι ασφάλεια, και μόνο όταν η συνάδελφος εγκρίνει το κείμενο, το παραδίδω. Σπάνια παραδίδω ένα κείμενο που δεν έχει διαβάσει μια φορά και κάποιος άλλος. Προέρχομαι από το χώρο της δημοσιογραφίας, και εκεί υπήρχε αυτή η τακτική, κάθε κείμενο που θα έβγαινε σε ένα σταθμό, διαβαζόταν προηγουμένως από κάποιο συνάδελφο και αυτό δεν με προσβάλλει. Δεν θέλω να πει ο συνάδελφος «αχ, τι ωραία μετάφραση!», θέλω να μου δείξει τις αδυναμίες μου και μαζί να βρούμε μια λύση για να το κάνουμε καλύτερο.
Μερικές φορές βρίσκω κάποιο νεαρό επιμελητή, δηλαδή ζητώ από έναν ανιψιό ή μια ανιψιά ή τον γιο ή την κόρη φίλων να διαβάσουν τα κείμενα. Γιατί πιστεύω ότι οι νέοι μπορούν μόνοι τους να κρίνουν τι είναι ενοχλητικό σε ένα κείμενο ή πού νιώθουν ότι τους κολακεύεις. Δεν επιτρέπεται να κολακεύουμε τη γλώσσα των νέων, δεν είναι ωραίο και τους ενοχλεί πολύ, δεν το θέλουν. Πρέπει να βρεις μια γλώσσα που να τους είναι οικεία, αλλά να μην είναι κολακευτική. Και γι’ αυτό μου αρέσει να έχω έναν νεαρό επιμελητή που θα μου πει αυτό λέγεται ή αυτό δεν λέγεται με τίποτα.
Εκδοτικοί οίκοι
Οι μεταφραστές θέλουν στην ουσία μόνο να μεταφράζουν, αλλά δυστυχώς αυτό δεν γίνεται πάντα. Πολλές φορές πρέπει να αναλάβεις και τη δουλειά του ατζέντη, κάτι που εμένα προσωπικά δεν μου αρέσει καθόλου και μου είναι και δύσκολο, αλλά φυσικά το κάνω κι αυτό. Δηλαδή όταν μου αρέσει ένα βιβλίο ετοιμάζω ένα «πακέτο προσφοράς» θα λέγαμε, που περιλαμβάνει ένα δείγμα της μετάφρασης, ένα βιογραφικό του συγγραφέα, αποσπάσματα ελληνικών κριτικών και αν έχει πάρει κάποιο βραβείο την τεκμηρίωση της κριτικής επιτροπής. Δηλαδή ό,τι μπορεί να κάνει το βιβλίο πιο ελκυστικό μπαίνει σε αυτό το πακέτο και μετά πηγαίνω πόρτα πόρτα από εκδοτικό οίκο σε εκδοτικό οίκο αναζητώντας την τύχη μου, αλλά συνήθως είμαι άτυχη. Είναι μια αγχωτική δουλειά, αλλά εγώ συνεχίζω όταν βρίσκω το βιβλίο σημαντικό. Και αυτό που είναι ενθαρρυντικό είναι τα λογοτεχνικά περιοδικά που δείχνουν ενδιαφέρον και δημοσιεύουν κάτι, οι παρουσιάσεις βιβλίων, όπου καταλαβαίνεις ότι ο αντίκτυπος είναι θετικός και ότι υπάρχει ενδιαφέρον για την ελληνική λογοτεχνία. Στους εκδοτικούς οίκους το ενδιαφέρον είναι πολύ μικρό και πολύ γρήγορα «κατεβάζουν τα ρολά».
Λογοτεχνικοί πράκτορες
Εγώ προσωπικά ως μεταφράστρια θα ήμουν ευγνώμων, αν υπήρχαν περισσότεροι λογοτεχνικοί πράκτορες που θα αναλάμβαναν πραγματικά αυτό το ρόλο του διαμεσολαβητή, γιατί όταν εγώ, ως μεταφράστρια επικοινωνώ με έναν εκδοτικό οίκο για ένα βιβλίο, υπάρχει φυσικά πάντα και το προσωπικό συμφέρον, αφού εγώ προσωπικά θέλω να μεταφράσω το βιβλίο, θέλω να πάρω τη δουλειά. Φυσικά δεν θα πρότεινα κάποιο βιβλίο που δεν θα θεωρούσα ότι είναι καλό να μεταφραστεί, αλλά υπάρχει πάντα μια σύγκρουση συμφερόντων, αυτό το γνωρίζει και ο εκδοτικός οίκος, η μεταφράστρια θέλει να αναλάβει τη μετάφραση. Γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα, αν αναλάμβανε ένας πράκτορας αυτό το ρόλο, αλλά υπάρχουν λίγοι λογοτεχνικοί πράκτορες που ενδιαφέρονται για την ελληνική λογοτεχνία και προσπαθούν για αυτήν. Εγώ προσωπικά ως μεταφράστρια θα ήμουν ευγνώμων αν υπήρχαν περισσότεροι λογοτεχνικοί πράκτορες που θα αναλάμβαναν αυτή την αγορά.
Και η αγορά λειτουργεί όλο και περισσότερο με τους πράκτορες να προσεγγίζουν έναν εκδοτικό οίκο έχοντας συγκεκριμένα βιβλία στη βαλίτσα τους που θέλουν να πουλήσουν. Οι λογοτεχνικοί πράκτορες πληρώνονται φυσικά γι’ αυτό, παίρνουν ένα ποσοστό, και αυτό είναι μια εντελώς διαφορετική δουλειά και μια άλλη δεξιότητα επίσης. Εγώ είμαι μεταφράστρια. Χρειάζεσαι άλλα προσόντα για να παινέψεις πραγματικά ένα βιβλίο, να το κάνεις ελκυστικό και ένας πράκτορας γνωρίζει πολύ καλύτερα και τι ταιριάζει πού. Όταν είσαι μεταφράστρια και κάνεις αυτή τη δουλειά, την κάνεις συχνά με μισή καρδιά. Δοκιμάζεις βέβαια δυο τρεις εκδοτικούς αλλά μετά τελείωσε. Δεν επιμένεις πραγματικά. Είναι μια υπόθεση που γίνεται με μισή καρδιά και βέβαια δεν πληρώνεσαι για αυτή. Αν είσαι τυχερός, πληρώνεσαι για τη μετάφραση, αν τα καταφέρεις δηλαδή. Ο εκδοτικός οίκος δεν θα σε πληρώσει για τη δουλειά του λογοτεχνικού πράκτορα. Και πρέπει να δεις κι εσύ πώς θα τα βγάλεις πέρα. Δεν μπορείς να επενδύεις τόση τεράστια ενέργεια για να αναλάβεις το ρόλο του λογοτεχνικού πράκτορα. Ενέργεια και χρόνο. Πρέπει να δεις πώς θα κερδίσεις κι εσύ τα χρήματά σου.
Εκθέσεις βιβλίων
Κάτι που είναι πολύ σημαντικό για μένα όσον αφορά την παιδική και νεανική λογοτεχνία είναι το Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας στο Βερολίνο. Πρόκειται για ένα σημαντικό φεστιβάλ στον τομέα της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας, στο οποίο συμμετέχω ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου και είμαι υπεύθυνη για την ελληνική παιδική και νεανική λογοτεχνία και αναλαμβάνω να κάνω προτάσεις σχετικά με το ποιος θα μπορούσε να προσκληθεί. Υπάρχει μια πολύ καλή συνεργασία, παρόλο που έρχονται ανά δύο ή τρία χρόνια Έλληνες συγγραφείς στο Βερολίνο. Το πλεονέκτημα αυτού του φεστιβάλ είναι ότι μεταφράζονται νέα κείμενα. Δεν έρχονται μόνο συγγραφείς που εκδόθηκαν στα γερμανικά και έχουν διαβαστεί πολύ. Αντιθέτως, το φεστιβάλ προσπαθεί να φέρει άγνωστους συγγραφείς στη Γερμανία και μεταφράζει τα κείμενά τους στα γερμανικά ειδικά για το φεστιβάλ. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένας χώρος διάδρασης μεταξύ ξένων συγγραφέων από διάφορες χώρες και Γερμανών που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Θεωρώ ότι το φεστιβάλ είναι ένας θεσμός που διακρίνεται για το υψηλό του επίπεδο και ακολουθεί ένα πολύ καλό πρόγραμμα. Μέχρι τώρα έχω παρουσιάσει τέσσερις συγγραφείς, αρχικά τον Ευγένιο Τριβιζά, τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο, τον Μάνο Κοντολέων και την Μαρία Παπαγιάννη, και φέτος θα δούμε ποιος θα έρθει.
Η κριτική της μετάφρασης
Ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια θέλει πάντα το μυθιστόρημα, θέλει να μεταφράσει ένα μυθιστόρημα, ένα ωραίο βιβλίο και να βρει έναν εκδοτικό οίκο να το εκδώσει, αυτό είναι το αποκορύφωμα, αν τα καταφέρεις. Ευτυχώς έχω μεταφράσει και μερικά μυθιστορήματα, αλλά υπάρχει ένα ευρύ πεδίο κειμένων, μικρών κειμένων που ενδείκνυνται για διάφορα εγχειρήματα και παρουσιάσεις βιβλίων, κι αυτό είναι ωραίο επίσης. Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι το παν είναι η μετάφραση ενός μυθιστορήματος που θα εκδοθεί από ένα μεγάλο εκδοτικό οίκο. Ωραίο είναι, αλλά πιστεύω ότι και μικρότερα εγχειρήματα, όπως παρουσιάσεις βιβλίων και διάφορα σχολικά προγράμματα, είναι επίσης ωραία και εκεί μπορείς πραγματικά να αγγίξεις το κοινό. Βλέπεις άμεσα την αντίδραση του κοινού. Το έζησα μια φορά σε μια παρουσίαση ενός βιβλίου του Βαγγέλη Ηλιόπουλου, ενός συγγραφέα παιδικών βιβλίων στο Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας στο Βερολίνο. Εκεί αναγνώστηκε ένα απόσπασμα και στο τέλος είπε ότι ήταν φοβερό το πώς οι Γερμανοί μαθητές γελούσαν ακριβώς στα ίδια σημεία με τους Έλληνες μαθητές, κι εκεί βλέπεις ότι και τα δυο κείμενα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο και στις δύο χώρες και αυτή την αντίδραση την έχεις μόνον μέσα από αυτή την άμεση επαφή με το κοινό. Στις παρουσιάσεις των βιβλίων νιώθεις ακριβώς την αντίδραση.
Με τα μυθιστορήματα διαβάζει κανείς τις κριτικές και χαίρεται όταν είναι καλές, αλλά και η άμεση επαφή με το κοινό είναι ωραία και σε βοηθά να ανακαλύψεις τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία σου.
Όλη αυτή η κατάσταση εδώ είναι κάπως περίεργη για μένα. Ως μεταφράστρια είναι σπάνιες οι περιστάσεις που βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και φυσικά χαίρομαι. Εννοείται βέβαια ότι αναφέρεσαι στο εσωτερικό του βιβλίου, ότι εκεί εμφανίζεται το όνομα του μεταφραστή, αλλά κατά τα άλλα οι μεταφραστές πάντα αγνοούνται. Είναι σπάνιες οι φορές που δίνεται προσοχή στον μεταφραστή κι όταν γράφονται κριτικές που αναφέρονται στη γλώσσα, τότε μπορείς να πεις ότι αυτό σε αφορά κάπως ακόμη κι αν δεν αναφέρεσαι ονομαστικά. Ας πούμε, ένα βιβλίο που έχει μεταφραστεί από εμένα και οι κριτικές του βιβλίου μιλούν για «πολύ καλή γλώσσα κλπ.». Τότε αυτή είμαι εγώ στην ουσία, είναι η δική μου γλώσσα. Φυσικά της συγγραφέα, του συγγραφέα, αλλά τα γερμανικά είναι η δική μου γλώσσα. Ακόμη κι αν δεν αναφέρομαι εγώ, για μένα μιλά. Αλλά οι μεταφραστές σχεδόν ποτέ δεν αναφέρονται στις κριτικές, ή ίσως μόνο με μια μισή πρόταση, η εξαιρετική μεταφράστρια του τάδε, ή η μεταφράστρια του τάδε, αλλά συνήθως μόνο με μια δευτερεύουσα πρόταση. Και το ότι κάθομαι τώρα εδώ και βρίσκομαι στο επίκεντρο, είναι κάτι ασυνήθιστο για μένα. Προσωπικά δεν μου αρέσει καν τόσο να βρίσκομαι στο επίκεντρο. Αλλά θεωρώ σωστό να εκτιμούμε και να σεβόμαστε το ρόλο του μεταφραστή.
Στοιχεία συνέντευξης
Τόπος: Θεσσαλονίκη
Ημερομηνία: 10 Μαΐου 2014
Υπεύθυνη συνέντευξης: Ανθή Βηδενμάιερ
Kάμερα & μοντάζ: Αποστόλος Καρακάσης
Μετάφραση: Ανθή Βηδενμάιερ
Υπότιτλοι: Σταυρούλα Τσιάρα
Άδεια: CC BY-NC-ND 3.0 DE
Παραπομπή: Ανθή Βηδενμάιερ, "Συνέντευξη με την Doris Wille", Πορτρέτα μεταφραστών, Freie Universität Berlin/CeMoG, Berlin, 2018, http://www.cemog.fu-berlin.de/el/ue-portraets