Springe direkt zu Inhalt

Michaela Prinzinger: «Ο μεταφραστής είναι ένα είδος ηθοποιού!»

Michaela Prinziger

Michaela Prinziger

Μεταγραφή της συνέντευξης με την Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: «Ο μεταφραστής είναι ένα είδος ηθοποιού!» 

Η ελληνική λογοτεχνία στη Γερμανία

Νομίζω ότι στο γερμανόφωνο χώρο υπάρχει ένα τεράστιο δυναμικό όσον αφορά το κοινό που ενδιαφέρεται για την πολιτιστική παραγωγή και τη λογοτεχνία της Ελλάδας. Απλώς δεν το έχουμε ανακαλύψει ακόμη πραγματικά και πιστεύω ότι με μια τέτοια διαδικτυακή πύλη θα δημιουργήσουμε μια δική μας δημοσιότητα. Θα υπερβούμε τα στενά όρια που μας επιβάλλουν οι επιμελητές των εκδοτικών οίκων, τους οποίους πρέπει να πείθουμε ότι ένα βιβλίο είναι καλό, παρόλο που π.χ. έχει εκδοθεί μόνο στα ελληνικά. Αν δεν υπάρχει κάποια μετάφραση σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν τοίχο που είναι πλέον μάλλον αδύνατο να τον διαπεράσουμε. Το ενδιαφέρον είναι ότι συχνά Έλληνες συγγραφείς που γράφουν σε άλλες γλώσσες έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να τους προσέξει ένας εκδοτικός οίκος σε σχέση με εκείνους που εκδίδονται αποκλειστικά στην ελληνική αγορά. Το καταλαβαίνω, βέβαια, γιατί οι επιμελητές δεν μιλούν ελληνικά και δεν μπορούν να βασιστούν μόνο σε κάποια γνωμοδότηση. Η εμπειρία μου λέει ότι θέλουν να διαβάσουν όλο το κείμενο. Και όταν το κείμενο δεν υπάρχει, τότε το πρόβλημα είναι σίγουρο.

Σχεδιάζω εδώ και καιρό να δημιουργήσω μια διαδικτυακή πύλη, μια ελληνογερμανική διαδικτυακή πύλη πολιτισμού. Αυτό που θέλω να καταφέρω είναι να ακολουθήσουμε έναν άλλο τρόπο προσέγγισης απ’ ό,τι γινόταν μέχρι τώρα στην προσπάθειά μας να φέρουμε τη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή της Ελλάδας πιο κοντά σε ένα ευρύτερο γερμανόφωνο κοινό. Πρόκειται για ένα δύσκολο θέμα, φαίνεται ότι ορισμένα κλισέ και στερεότυπα είναι τόσο ισχυρά, ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις ανοιχτές πόρτες σε εκδοτικούς οίκους ή σε περιοδικά ή στον Τύπο. Για αυτό τώρα λέω να το κάνουμε αντίστροφα, να κάνουμε κάτι που θα ξεκινήσει ως ένα εγχείρημα ειδικού ενδιαφέροντος, αλλά με αυτό τον τρόπο και επειδή θα είναι ελληνογερμανικό, θα αποτελεί πράγματι μια γέφυρα μεταξύ των δυο πολιτισμών και θα προσφέρει μια πλατφόρμα για επικοινωνία και διάλογο και ανταλλαγή. Με αυτό τον τρόπο θέλω η σύγχρονη, η τρέχουσα πολιτιστική παραγωγή να γίνει γνωστή και σε νέους ανθρώπους στο γερμανόφωνο χώρο. Θα υπάρχει και ένα «who is who», κάτι σαν μια μικρή Wikipedia των ανθρώπων του πολιτισμού, όπου όσοι ασχολούνται με την παραγωγή πολιτισμού σε Γερμανία και Ελλάδα θα μπορούν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο, να δουν τις ιστοσελίδες των άλλων, όπου παρουσιάζεται το έργο με το οποίο ασχολούνται και όπου ενδεχομένως θα μπορεί κανείς να αναζητήσει συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες.

Όλο το εγχείρημα, δηλαδή το «diablog.eu», είναι εμπνευσμένο από τη δραστηριότητά μου ως μεταφράστριας και νομίζω ότι επειδή ακριβώς θα είναι δίγλωσσο, η πράξη της μετάφρασης, δηλαδή η πολιτισμική διαμεσολάβηση, βρίσκεται στο επίκεντρο όλης αυτής της προσπάθειας. Αυτό που θέλω να καταφέρω είναι να διαδώσω τη λογοτεχνία και λογοτεχνικά κείμενα, δοκιμιακά κείμενα, αλλά και στίχους τραγουδιών. Οι στίχοι είναι πολύ ενδιαφέροντα κείμενα και θα ήθελα να τα μεταφράσω, επειδή οι άνθρωποι επικοινωνούν μέσα από τη μουσική και πολλοί από τις γερμανόφωνες χώρες που τους αρέσει η ελληνική μουσική θέλουν να μάθουν τι τραγουδάει ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια. Και είναι γνωστό ότι πάρα πολλά ελληνικά ποιήματα έχουν μελοποιηθεί και υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα γενιά από τραγουδοποιούς και το βρίσκω ενδιαφέρον να φέρεις αυτούς τους στίχους κοντά στο γερμανόφωνο κοινό, μαζί με τη μουσική. Επίσης θα υπάρχουν πολλές συνεντεύξεις με ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στον ένα ή στον άλλο γλωσσικό τομέα και φυσικά θα υπάρχει και μια λειτουργία σχολιασμού, όπου οι αναγνώστες και οι χρήστες της πύλης θα μπορούν να εκφράζουν την άποψή τους και εμείς θα τη μεταφράζουμε συνοπτικά, έτσι ώστε ο συνεντευξιαζόμενος ή ο συντάκτης του κειμένου να μπορεί μετά να λέει τη δική του άποψη.

Πιστεύω ότι είναι σωστό να μετατρέψουμε μια διαδικτυακή πύλη από λογοτεχνική σε πολιτιστική, καθώς είμαι της άποψης ότι μια καθαρά λογοτεχνική διαδικτυακή πύλη θα ήταν απλώς πολύ περιορισμένη, και θα ήθελα να προσεγγίσω και νεότερους ανθρώπους. Ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τέχνη, τη φωτογραφία, το χορό και την αρχιτεκτονική, ώστε έμμεσα να τους δελεάσω να ασχοληθούν με τη λογοτεχνία. Ανθρώπους που θα πουν «να ένα ποίημα που θα ήθελα να διαβάσω» ή «να ένα διήγημα ή ένα δοκίμιο, ενδιαφέρον φαίνεται, ας ρίξω μια ματιά». Νομίζω ότι είναι ένας καλός τρόπος για να διευρυνθεί το κοινό της λογοτεχνίας.

Πώς γίνεται κανείς μεταφραστής λογοτεχνίας;

Με τη μετάφραση ασχολήθηκα σιγά σιγά, αργότερα. Πρώτα πήρα το πτυχίο μου, το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό, είχα, δηλαδή, μια ακαδημαϊκή πορεία. Για μένα η μετάφραση είχε πάντα ενδιαφέρον, αλλά δεν ασχολήθηκα εξαρχής. Προέκυψε με την Έκθεση Βιβλίου το 2001, όπου η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα. Ενόψει αυτού του γεγονότος υπήρξε ξαφνικά μεγάλο ενδιαφέρον από εκδοτικούς οίκους των γερμανόφωνων κρατών για την ελληνική λογοτεχνία, κάτι που δεν υπήρχε παλαιότερα. Και έτσι οδηγήθηκα στη λογοτεχνική μετάφραση. Τη μετάφραση ειδικών κειμένων τη θεωρούσα τελείως βαρετή και δεν ήθελα να ασχοληθώ μαζί της θεωρώντας ότι λογοτεχνική μετάφραση και εξειδικευμένη μετάφραση είναι δυο διαφορετικά αντικείμενα που δεν γίνονται ταυτόχρονα. Αυτό πίστευα θεωρητικά. Αλλά με την πάροδο του χρόνου διαπίστωσα ότι μια χαρά γίνονται, μπορείς να τα συνδυάσεις και τα δύο και για ένα χρονικό διάστημα το έκανα. Το 2005 έγινα ορκωτή μεταφράστρια και διερμηνέας της ελληνικής γλώσσας στο Βερολίνο, όπου και εργάστηκα. Και τώρα πρέπει να πω ότι μετά από οχτώ χρόνια σε αυτόν τον τομέα, έχω φτάσει πάλι σε ένα σημείο που μπορώ να πω ότι θέλω να ασχοληθώ πραγματικά κυρίως με τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό και να αφήσω πίσω μου τη μετάφραση ειδικών κειμένων.

Το επάγγελμα

Γιατί μόνο μια καλή μετάφραση βρίσκει το δρόμο προς τον αναγνώστη. Αυτό θα πρέπει να το προσέξουν και όλοι όσοι αναθέτουν τις μεταφράσεις, μια καλή μετάφραση πρέπει να πληρώνεται και καλά, αξιοπρεπώς, και η αμοιβή να δικαιολογεί το χρόνο που επενδύθηκε για να γίνει η μετάφραση. Στις λογοτεχνικές μεταφράσεις ο χρόνος που επενδύθηκε δεν πληρώνεται ούτως ή άλλως, αλλά έστω κατά προσέγγιση, κάπως, για να μην έχουμε την αίσθηση ότι δουλεύουμε για μισθό καθαρίστριας. Ναι, είναι πολύ σημαντικό θέμα, η διασφάλιση της ποιότητας των λογοτεχνικών μεταφράσεων από τα ελληνικά προς τα γερμανικά. Είναι ένα θέμα στο οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί μεγάλη σημασία.

Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται ολοένα και περισσότερο οι προσπάθειες ο μεταφραστής να γίνει πιο ορατός, πιο αντιληπτός, να αναγνωριστεί, να αναγνωριστεί περισσότερο. Βρισκόμαστε σε καλό δρόμο, πιστεύω, και αυτή η διαδικτυακή πύλη, που θα ξεκινήσω, θα συμβάλλει κατά πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Θα δημιουργηθούν πολλές δυνατότητες συνεργασίας και αλληλοβοήθειας. Και θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να μην καθόμαστε ο καθένας μπροστά στον υπολογιστή του κοιτώντας μόνον τη δική του δουλειά, αλλά να δικτυωθούμε, να είμαστε σε επαφή μεταξύ μας, κυρίως στην περίπτωση μιας μικρής γλώσσας. Φυσικά ο καθένας ενδιαφέρεται να πάρει κάποια δουλειά, αλλά έχουμε και ένα κοινό ενδιαφέρον και μια κοινή αγάπη για αυτή τη γλώσσα και αυτή τη χώρα – αυτό μας συνδέει. Και έτσι μπορούμε να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο, π.χ. με την αμοιβαία επιμέλεια των κειμένων μας. Εγώ πάντως θα αναφέρω πάντα σε αυτή την πύλη τους μεταφραστές και τους επιμελητές. Και το θεωρώ σημαντικό και για τους εκδοτικούς οίκους να αναφέρεται και ο επιμελητής, γιατί και εκείνος συμβάλλει κατά πολύ στην οριστική μορφή της μετάφρασης. Φυσικά θέλω πολύ να ακούσω το τι πιστεύουν οι άλλοι συνάδελφοι. Και είναι καταπληκτικό αυτό το εγχείρημα που ξεκίνησε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Να μιλούν για πρώτη φορά μεταφραστές από το γερμανόφωνο χώρο για τις συνθήκες εργασίας τους, για τις προϋποθέσεις που υπάρχουν. Θα συμβάλλει κατά πολύ – το ελπίζω πραγματικά – στο να μπορέσει κανείς να βρει μια χρηματοδότηση της μετάφρασης από τους επίσημους ελληνικούς φορείς. Θεωρητικά υπήρχε αυτή η χρηματοδότηση τα τελευταία χρόνια, να μπορούν οι εκδοτικοί οίκοι να ζητήσουν την επιδότηση μιας μετάφρασης ενός Έλληνα συγγραφέα στα γερμανικά. Είναι απίστευτα μεγάλο δέλεαρ για τους εκδοτικούς οίκους, γιατί η μετάφραση αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του συνολικού κόστους παραγωγής ενός βιβλίου, και αν υπάρχει στήριξη σε αυτό το επίπεδο, τότε μπορούν να ανοίξουν πολλές πόρτες.

Η διαδικασία

Στο πεδίο της λογοτεχνικής μετάφρασης δραστηριοποιούμαι από τα τέλη της δεκαετίας του 1990/αρχές 2000. Μεταφράζω πολύ διαφορετικούς συγγραφείς και αυτό μου αρέσει πολύ, γιατί ο μεταφραστής είναι ένα είδος ηθοποιού, μπαίνεις σε ρόλους, μπαίνεις σε διαφορετικές υφολογικές προσεγγίσεις και μπορείς να βγάλεις πράγματα από μέσα σου που κανονικά στην καθημερινότητα είναι θαμμένα, δεν επιτρέπεται να βγουν προς τα έξω. Μου έρχεται στο μυαλό μια ενδιαφέρουσα μετάφραση ενός σεναρίου που μόλις πρόσφατα τελείωσα, όπου στα ελληνικά η γλώσσα ήταν πολύ χυδαία και γεμάτη με εκφράσεις αργκό και πραγματικά το διασκέδασα να κάνω έρευνα και να προσπαθώ να βρω λύσεις στα γερμανικά. Λύσεις που και στα γερμανικά υπάρχουν προβλήματα, με μια τόσο χυδαία, σεξουαλική-σκατολογική γλώσσα, πώς να τα μεταφέρεις αυτά σωστά, και ήταν πραγματικά ενδιαφέρον. Άλλα κείμενα έχουν σαφώς ένα πιο διανθισμένο λογοτεχνικό ύφος, σκέφτομαι τώρα π.χ. την  Ιωάννα Καρυστιάνη, με της οποίας τα κείμενα πρέπει να ασχοληθεί κανείς πολύ, για να αποκτήσει μια πρόσβαση σε αυτά και να μπορέσει να τα κατανοήσει. Τώρα πλέον κάνω κάτι που παλιότερα δεν έκανα τόσο συχνά, συμβουλεύομαι τις μεταφράσεις άλλων συναδέλφων σε άλλες γλώσσες, και βοηθούν απίστευτα, γιατί έχεις μπροστά σου ένα κείμενο ενός ανθρώπου που ασχολήθηκε επί μήνες με το έργο και έχει ήδη επικοινωνήσει με τον συγγραφέα, έχει συζητήσει κάποια πράγματα. Πρόκειται για μια πολύ καλή βάση, όταν έχεις τόσο δύσκολους συγγραφείς, σε προφυλάσσει από πολλές παρεξηγήσεις, από αδιέξοδα, από λάθος συνειρμούς και αν μπορείς να γλυτώσεις από όλα αυτά, καλό θα ήταν να το κάνεις. Νομίζω ότι το κοινό στοιχείο για το πώς προσεγγίζουμε λογοτεχνικά κείμενα είναι συνήθως ότι αρχικά διαβάζουμε ολόκληρο το κείμενο. Με αυτό τον τρόπο αποκτάς βέβαια μια προκατάληψη απέναντι στο κείμενο, ακόμη και καθώς μεταφράζεις. Ένα πείραμα θα ήταν να μεταφράσει κανείς ένα κείμενο πρόταση προς πρόταση, έτσι ακριβώς όπως θα το διαβάσει μετά ο αναγνώστης. Αναγκαστικά, βέβαια, θα πρέπει μετά να εξαλείψεις παρεξηγήσεις, τις οποίες ο μεταφραστής αντιμετωπίζει ο ίδιος και έτσι έχεις διπλή και τριπλή δουλειά. Γι’ αυτό είναι λογικό να περάσεις πρώτα όλο το κείμενο και να δεις πού καταλήγει τελικά. Και νομίζω ότι το κοινό σημείο για όλα τα κείμενα είναι είναι απλώς να βρεις αυτή τη συνολική σημασιολογική δομή. Επομένως, δεν βρισκόμαστε σε επίπεδο λέξεων... Δηλαδή, πάντα είμαστε σε επίπεδο λέξεων, όπου αναζητάμε τη σωστή λέξη, αλλά η σωστή λέξη προκύπτει από την υπερκείμενη σημασιολογική δομή, δηλαδή από το επίπεδο των προτάσεων και μετά από το επίπεδο των παραγράφων, και μετά από το επίπεδο του κειμένου και εκεί αλλάζουν ξανά πολλά πράγματα. Και για αυτό το λόγο θεωρώ και άστοχη αυτού του είδους την κριτική μετάφρασης που εστιάζει σε κάποια μεμονωμένη λέξη. Δηλαδή, ότι εδώ κατάλαβε κάτι λάθος ο μεταφραστής ή το μετέφρασε τελείως λάθος, γιατί αυτή η επιλογή των λέξεων οφείλεται ακριβώς σε κάποιο άλλο επίπεδο και όχι στο επίπεδο της λέξης και το ότι συχνά μια λέξη που εδώ θα ταίριαζε απόλυτα, θα ήταν η σωστή μετάφραση, η σωστή ορολογία, τελικά την απορρίπτεις, γιατί δεν ταιριάζει στο ευρύτερο κείμενο, για παράδειγμα δεν ταιριάζει υφολογικά. Και για αυτό το λόγο είναι πολύ απαιτητικό να κάνει κανείς μια πραγματικά καλή κριτική της μετάφρασης, γιατί τότε φυσικά πρέπει να προχωρήσεις σε αυτό το μετα-επίπεδο. Η κριτική της μετάφρασης στο μικροεπίπεδο είναι πιο εύκολη.

Πολιτισμικά στοιχεία

Τα πολιτισμικά στοιχεία, για τα οποία μας απασχολεί συνεχώς το πώς θα τα μεταφέρουμε, είναι φυσικά συγκεκριμένες γιορτές, αργίες, συγκεκριμένα φαγητά, που είναι γνωστά μόνο στην εκάστοτε χώρα. Ένα καλό παράδειγμα είναι η χειρονομία της μούντζας στην Ελλάδα. Για καιρό έψαχνα να βρω αν υπήρχε και σε κάποια άλλη χώρα. Σκέφτηκα ίσως στις αραβικές χώρες, ρωτούσα συναδέλφους, δεν την γνώριζε κανείς, φαίνεται ότι είναι μια καθαρά ελληνική χειρονομία. Μετά διάβασα σε ένα λεξικό ότι ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου, δηλαδή δείχνεις σε κάποιον μια παλάμη πασαλειμμένη με στάχτη, και είναι πολύ προσβλητικό στα ελληνικά. Και για αυτή τη χειρονομία δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στα γερμανικά, κανένα απολύτως. Ίσως «κωλοδάχτυλο»... Και υπάρχει και η διπλή μούντζα, με τα δύο χέρια, που μεταφράζεται ακόμη πιο δύσκολα. Μερικές φορές το μετέφρασα ως «κωλοδάχτυλο» ή κάτι τέτοιο. Μπορείς να το αποδώσεις έτσι, αν η μούντζα δεν παίζει κανένα ιδιαίτερο ρόλο στο κείμενο. Υπάρχει για παράδειγμα ένα κείμενο του Πέτρου Μάρκαρη, όπου αυτή η μούντζα είχε σημασία μέσα στο κείμενο. Και εκεί απλώς εισήγαγα αυτό τον όρο, και μετά - με κομψό τρόπο ελπίζω - εξήγησα μέσα στο κείμενο τι είναι. Από τότε χρησιμοποιώ επανειλημμένως τη λέξη «μούντζα», ως έναν όρο θα λέγαμε που εισήγαγα εγώ. Και αυτό ακριβώς μπορούμε να κάνουμε, να μεταφέρουμε δηλαδή κομμάτια του καθημερινού πολιτισμού της άλλης γλώσσας. Αλλά αυτό γίνεται μόνο όταν μεταφράζονται κείμενα. Όταν δεν μεταφράζονται κείμενα, δεν μπορεί να γίνει, και αυτό ακριβώς είναι εκείνο στο οποίο βασίζονται οι γερμανικές μεταφράσεις της ρωσικής λογοτεχνίας, της γαλλικής, της αγγλικής, της ιταλικής κλπ., το ότι μεταφράζεται εδώ και αιώνες ένας μεγάλος αριθμός έργων και αποτελεί πλέον μια βάση για τον Γερμανό αναγνώστη. Ότι ο Γερμανός αναγνώστης γνωρίζει, ότι η λέξη «werst» είναι κάποιο ρωσικό μέτρο μήκους, δηλαδή δεν χρειάζεται να το μεταφράσω σε μέτρα ή σε κάτι άλλο. Ο στόχος θα ήταν ίσως κάποτε να γίνονται κατανοητές και οι ελληνικές μονάδες μέτρησης, όπως η οκά ή το στρέμμα, που είναι καθαρά ελληνικές μονάδες μέτρησης, και να μην πρέπει να ψάχνεις να βρεις πώς να τις μεταφράσεις.

Οικειοποίηση ή ξενοποίηση

Η μεγαλύτερη πρόκληση στην πραγματικότητα είναι να βρεις την απόσταση, ανεξάρτητα από το τι κείμενο είναι, είτε είναι κείμενο της καθημερινότητας είτε κάποιο πολύ ελιτίστικο και καλοδουλεμένο κείμενο, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι και παραμένει για τον μεταφραστή, ανεξάρτητα από το πόσο καιρό ασχολείται με μεταφράσεις και πόση εμπειρία έχει, να βρει την απόσταση από το πρωτότυπο. Αυτό το σεβασμό που έχουμε για το πρωτότυπο και την ευθύνη που νιώθουμε απέναντι στον συγγραφέα του πρωτοτύπου. Ίσως είναι ακόμη πιο έντονο με τις μικρές γλώσσες, όπου συνήθως γνωρίζεις και προσωπικά τους συγγραφείς, είσαι εξοικειωμένος μαζί τους, είσαι φίλος, τότε νιώθεις ακόμη πιο υποχρεωμένος να το μεταφέρεις όσο το δυνατόν όπως είναι στο πρωτότυπο, για να υπηρετήσεις και το κείμενο και τον συγγραφέα. Αυτό όμως σε πολλές περιπτώσεις είναι αντιπαραγωγικό, γιατί αυτό που πραγματικά χρειάζεται για να κάνεις μια καλή μετάφραση, είναι να κάνεις ένα βήμα πίσω από το πρωτότυπο και να δημιουργήσεις ένα τελείως καινούριο κείμενο. Και κυρίως να αποδεσμευτείς από τη στίξη και τη σύνταξη του κειμένου. Μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία που απέκτησα με την πύλη, είναι ότι όλο και περισσότερο αρχίζω να επιμελούμαι κείμενα συναδέλφων, και εκείνοι δικά μου, και μαθαίνεις πάρα πολλά, γιατί στους άλλους συναδέλφους βλέπεις πώς αντικατοπτρίζονται τα δικά σου προβλήματα. Και συνειδητοποιείς ότι «αυτό είναι το σημείο όπου θα είχα κολλήσει κι εγώ, αν είχα μείνει πολύ κοντά στο πρωτότυπο». Τώρα όμως επειδή γνωρίζω το πρόβλημα και έχω την απόσταση και δεν κοιτάζω καν το πρωτότυπο, μπορώ να προτείνω το σωστό σε εκείνο το σημείο, μπορώ να δώσω τη λύση ή να συμβάλλω με ένα βήμα προς τη λύση. Το ερώτημα που έχει φυσικά ένας επιμελητής σε ένα ελληνικό κείμενο είναι κατά πόσον να επέμβει. Μέχρι ποιο βαθμό να εντάξω το κείμενο στο γερμανόφωνο πολιτισμό; Κατά πόσον να αφήσω πράγματα, εκφράσεις, τοπωνύμια, ονόματα – τοπωνύμια κι ονόματα εντάξει – αλλά για παράδειγμα κάποια ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία, κατά πόσον τα αφήνω στην πρωτότυπη γλώσσα και κατά πόσον ψάχνω ένα γερμανικό ισοδύναμο, το οποίο συνήθως δεν αντιστοιχεί ακριβώς στο πρωτότυπο. Η εμπειρία μου λέει ότι προσπαθείς – ήδη και ως μεταφράστρια – να μην επιβαρύνεις τον αναγνώστη. Ότι προσπαθείς, όταν υπάρχουν πολλά ονόματα, τοπωνύμια, φαγητά κλπ., να μην βάλεις κι άλλο ένα δημιουργώντας γερμανικούς νεολογισμούς από τα ελληνικά, ίσως και με αστερίσκο και υποσημείωση όπου θα εξηγείς κάτι αναλυτικά. Πρέπει να το αποφασίζεις από κείμενο σε κείμενο πώς θα το χειριστείς, δεν υπάρχουν λύσεις-πατέντα. Στη λογοτεχνική μετάφραση αναρωτιέσαι πάντα κατά πόσον ή πώς θα χειριστώ το ξένο, τα ξένα σώματα μέσα στο λογοτεχνικό πρωτότυπο, πώς θα το μεταφέρω στη γλώσσα-στόχο. Αυτό το ξένο στοιχείο θεωρείται από μια μερίδα των θεωρητικών ως κάτι πολύτιμο, ως κάτι που πρέπει να διατηρηθεί και στο μεταφρασμένο κείμενο, να ξενίζει τον αναγνώστη. Η άλλη μερίδα λέει ότι το κείμενο πρέπει να μεταφερθεί προς τον αναγνώστη, δηλαδή να πλησιάσει τον Γερμανό αναγνώστη. Θα μπορούσαμε να πούμε «να του το δώσεις στο πιάτο». Ως μεταφραστής προσπαθείς συνήθως να ικανοποιήσεις και τις δύο κατευθύνσεις, και τις δύο απαιτήσεις. Γιατί δεν θέλεις και να τρομάξεις τον αναγνώστη, εξαρτάσαι και από αυτόν, ότι θα συνεχίσει να διαβάζει το βιβλίο, και ότι θα το συστήσει και σε άλλους και ότι θα αγοράσει και το επόμενο βιβλίο αυτού του συγγραφέα. Επομένως με αυτή την έννοια προσπαθείς να τον κερδίσεις και όχι να τον τρομάξεις. Από την άλλη πλευρά, αισθάνεσαι ούτως ή άλλως υποχρεωμένος απέναντι στο πρωτότυπο και στο ύφος του πρωτότυπου συγγραφέα και προσπαθείς φυσικά να μεταφέρεις και να διατηρήσεις όσο το δυνατόν περισσότερα από το πρωτότυπο. Ούτως ή άλλως, αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα, η μεγάλη πράξη ισορροπίας της λογοτεχνικής μετάφρασης, δηλαδή να κρατήσεις την ισορροπία ανάμεσα στον συγγραφέα του πρωτοτύπου και στη μετάφραση, να δημιουργήσεις ένα ενιαίο ύφος.          

Διδάσκεται η λογοτεχνική μετάφραση;

Πιστεύω ότι η λογοτεχνική μετάφραση και διδάσκεται και μαθαίνεται. Χρειάζεσαι όμως... Το παρατήρησα και σε σεμινάρια που έκανα, όπου είχα επαφή με φοιτητές, όπου μεταφράζαμε μαζί κείμενα. Δεν έχουν όλοι το ίδιο ταλέντο, όπως και δεν έχουν όλοι το ίδιο ταλέντο στο να γράφουν καλά κείμενα. Τόσο η γραφή όσο και η μετάφραση είναι θέματα άσκησης. Είναι όμως και θέμα ταλέντου. Ταλέντο με την έννοια μιας ευαισθησίας, να διαισθάνεσαι τα υπο-κείμενα, αυτό πρέπει να μπορεί να το κάνει ο μεταφραστής. Πρέπει απλώς να μπορεί να διαισθάνεται: «σε αυτό το κείμενο υπάρχει κάποιο παράθεμα», δεν χρειάζεται να το αναγνωρίσω αμέσως, αλλά πρέπει να έχω την αίσθηση ότι εδώ πρέπει να κάνω ακόμη έρευνα, κάποιο μυστικό κρύβεται, υπάρχει κάτι εγκληματολογικό. Και για αυτό πρέπει να έχεις μια διαίσθηση. Δεν είναι καν τόσο το ταλέντο, είναι η διαίσθηση. Και δεν είμαι τελείως σίγουρη αν μπορείς να αποκτήσεις και να μάθεις αυτή τη διαίσθηση. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να το έχεις ήδη, για να γίνεις πραγματικά καλός μεταφραστής λογοτεχνίας. Στο άλλο επίπεδο, το τεχνικό, οι σπουδές της λογοτεχνικής μετάφρασης μπορούν να βοηθήσουν απίστευτα πολύ. Αλλά αυτή τη διαίσθηση δεν μπορούν να την αντικαταστήσουν. Επομένως ένας συνδυασμός αυτών των δύο θα δημιουργούσε μια εξαιρετική νέα γενιά μεταφραστών λογοτεχνίας από τα ελληνικά και αυτό θα το ήθελα πολύ.

Επιμέλεια

Στους γερμανικούς εκδοτικούς οίκους που εκδίδουν ελληνική λογοτεχνία φυσικά και γίνεται επιμέλεια, αυτό είναι σαφές και είναι και ένας λόγος, για τον οποίο οι γερμανικοί εκδοτικοί οίκοι αποφεύγουν να εκδίδουν Έλληνες συγγραφείς, γιατί χρειάζονται επιμέλεια, επειδή στα ελληνικά κείμενα, στο πρωτότυπο, στον ελληνικό οίκο δεν γίνεται αντίστοιχη επιμέλεια. Δεν υπάρχει τόσο αυτή η παράδοση. Είναι απλά μια γερμανική φιλολογική παράδοση να διαβάζουν προσεκτικά τα κείμενα και να διαβάζουν προσεκτικά τις μεταφράσεις και να τις επιμελούνται, δηλαδή να δουλεύουν γλωσσικά σωστά. Και αυτό το ξέρουν και οι επιμελητές, ότι λίγο ή πολύ θα έχουν να κάνουν και αυτή τη δουλειά, να επιμεληθούν δηλαδή και το πρωτότυπο. Αλλά την εμπειρία αυτή την έχουν οι Γερμανοί επιμελητές με σχεδόν όλες τις άλλες λογοτεχνίες, γιατί πουθενά δεν γίνεται τόσο ακριβής επιμέλεια όσο στο γερμανόφωνο χώρο.    

Εκδοτικοί οίκοι

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν, γνωρίζω δυο λογοτεχνικούς πράκτορες που δραστηριοποιούνται στον ελληνόφωνο χώρο. Δηλαδή Ελληνίδες που πηγαίνουν στις εκθέσεις βιβλίων, στις μεγάλες, και προσπαθούν εκεί να προωθήσουν Έλληνες συγγραφείς σε διάφορους εκδοτικούς οίκους σε Ευρώπη και Αμερική. Οι επιμελητές εργάζονται στους εκδοτικούς οίκους και είναι σημαντικοί για εμάς, αν κάπως ενδιαφέρονται για την Ελλάδα. Για οποιονδήποτε λόγο, ίσως να έχουν ένα σπίτι στην Ελλάδα ή μια οποιαδήποτε σχέση με την Ελλάδα, τότε μπορούμε να βρούμε ένα παραθυράκι, για να επικοινωνήσουμε μαζί τους και να τους κάνουμε διάφορες προτάσεις. Φυσικά εκείνοι θα πρέπει μετά να τις υποστηρίξουν απέναντι στο τμήμα μάρκετινγκ και απέναντι στους συναδέλφους τους και στην ουσία μετρούν τα νούμερα των πωλήσεων. Αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα και αν ένας σχετικά άγνωστος Έλληνας συγγραφέας δεν πουλήσει περίπου δέκα χιλιάδες αντίτυπα, η υπόθεση είναι χαμένη. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι καν ενδιαφέρων και αυτό δυσκολεύει την κατάσταση για τους νέους ανερχόμενους Έλληνες συγγραφείς. Σε αυτή τη συνταγή ήλπιζαν στην Έκθεση Βιβλίου 2001, ότι δηλαδή πολλοί συγγραφείς θα κατάφερναν μέσα από την προβολή τους να ξεπεράσουν αυτό το μαγικό όριο. Ορισμένοι το κατάφεραν, οι περισσότεροι, όμως, δυστυχώς όχι. Και ο ένας, οι δυο συγγραφείς, ο Πέτρος Μάρκαρης και η Ιωάννα Καρυστιάνη, που κατάφεραν να πουλήσουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα – ο Μάρκαρης πολλά περισσότερα ούτως ή άλλως - παρέμειναν στην αγορά. Οι υπόλοιποι λίγο πολύ εξαφανίστηκαν πάλι, και στο γερμανόφωνο χώρο το πρόβλημα είναι ότι αν ένας εκδοτικός οίκος σταματήσει να σε εκδίδει, τότε είναι πολύ δύσκολο να σε αναλάβει κάποιος άλλος. Το αν υπάρχει μια πιθανή συνταγή για αυτό το μαγικό όριο των μερικών χιλιάδων αντιτύπων, για να πλησιάσει κανείς όσο το δυνατόν τα δέκα χιλιάδες αντίτυπα, είναι δύσκολο να απαντηθεί. Δηλαδή, οι ίδιοι οι εκδοτικοί οίκοι προσπαθούν να δώσουν μια απάντηση, και στην ουσία προσπαθούν να τετραγωνίσουν τον κύκλο ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, αλλά είναι πολύ πολύ δύσκολο να βρεθεί. Και όταν τους κάνεις κάποια πρόταση, τότε ο ένας συγγραφέας τους είναι πολύ τοπικός και δεν θα ενδιαφέρει το ευρύ κοινό, ο άλλος πάλι τους είναι πολύ παγκόσμιος, δεν έχει πολλά ελληνικά στοιχεία, δεν υπάρχει αρκετή αναφορά στη χώρα προέλευσης του συγγραφέα. Αναζητούν δηλαδή έναν τελείως μαγικό ισορροπημένο συνδυασμό αυτών των δύο στοιχείων και αυτό είναι δύσκολο να βρεθεί.

Επιδοτήσεις μεταφράσεων

Εγώ έχω την εμπειρία από τα ελληνικά. Υποθέτω ότι η κατάσταση είναι παρόμοια και για άλλες μικρές γλώσσες, αλλά άλλες μικρές γλώσσες έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι των ελληνικών, γιατί υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες οικονομικής υποστήριξης και προώθησης. Για παράδειγμα, στη Γερμανία υπάρχουν ιδρύματα που ασχολούνται με λογοτεχνίες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, της κεντρικής Ευρώπης αλλά και της ανατολικής Ευρώπης. Αυτή η οικονομική υποστήριξη, όμως, εκ των πραγμάτων αποκλείει πάντα την Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα δεν ανήκε στο πρώην ανατολικό μπλοκ, παρόλο που ανήκει στον πολιτιστικό χώρο των Βαλκανίων. Βέβαια, οι Έλληνες συχνά συμπεριφέρονται πολύ αποστασιοποιημένοι από αυτόν τον πολιτιστικό χώρο και δεν έδειξαν ποτέ κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρουν να ανήκουν σε αυτόν. Πρόκειται κάπως για ένα αμοιβαίο – πώς να το πω; - πρόβλημα ορισμού. Υπάρχουν επιδοτήσεις και υπάρχουν πάντα και πολιτικά και στην ουσία πάντα οικονομικά συμφέροντα πίσω από αυτές, για το ότι π.χ. επιδοτείται η λογοτεχνία της Τουρκίας, επιδοτείται πολύ περισσότερο, υπάρχουν μεγάλα βραβεία μετάφρασης που προκηρύσσονται, προγράμματα για ανταλλαγές συγγραφέων. Η Ελλάδα μένει πάντα εκτός και πιστεύω ότι μπορώ να δείξω τη διαδικτυακή πύλη σε αυτούς τους φορείς και να πω ότι εδώ υπάρχει μεγάλο δυναμικό, εδώ υπάρχει δημιουργικότητα, ειδικά στη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα. Σήμερα εμφανίζονται πάρα πολλές ευκαιρίες συνεργασίας. Αλλάζει κάπως και η νοοτροπία των Ελλήνων ακόμη και στη συμπεριφορά τους μεταξύ τους, προσεγγίζει ο ένας τον άλλο περισσότερο, συνεργάζονται περισσότερο, υπάρχει θέληση για συλλογικότητα, την οποία παλιότερα δεν ήθελαν ιδιαίτερα, και με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται τελείως νέες ευκαιρίες, τελείως νέα έργα και αυτά θα ήθελα να τα παρουσιάσω στο γερμανόφωνο κοινό.

Η κριτική της μετάφρασης

Φήμες λένε, πως δεν υπάρχει. Ναι, η κριτική της μετάφρασης στο γερμανόφωνο χώρο, η άσκηση κριτικής σε μεταφράσεις, κάτι κινείται σε αυτό το πεδίο. Δηλαδή, εμείς, οι μεταφραστές λογοτεχνίας, γινόμαστε όλο και περισσότερο αντιληπτοί, αυτό είναι αλήθεια, οφείλεται όμως και στο ότι εμείς οι ίδιοι έχουμε κάνει πάρα πολλά για να συμβεί αυτό. Υπάρχει και το VDÜ που είναι ο επαγγελματικός σύλλογος των μεταφραστών λογοτεχνίας, ο οποίος δραστηριοποιείται απίστευτα πολύ για τα δικαιώματα των μεταφραστών. Έχουμε και μια εξαιρετική ιστοσελίδα www.literaturuebersetzer.de, όπου μπορεί κανείς να ενημερωθεί και για τη δουλειά μας. Οι δραστηριότητες των μεταφραστών λογοτεχνίας οδήγησαν στο να γίνει ο κλάδος μας καλύτερα αντιληπτός. Ξεκινά και από τον κύκλο γνωριμιών του μεταφραστή λογοτεχνίας, δηλαδή, ο κόσμος αρχίζει να κοιτά ποιος ακόμη αναφέρεται στα στοιχεία εκτός από τον συγγραφέα. Αυτό είναι ένα πρώτο αποτέλεσμα που πετύχαμε. Υπάρχουν στο μεταξύ μερικοί, λίγοι, γερμανικοί εκδοτικοί οίκοι που συμπεριλαμβάνουν τον μεταφραστή στο εξώφυλλο, κι αυτό θα έπρεπε να επιβληθεί όλο και περισσότερο. Η κριτική της μετάφρασης υστερεί ακόμη. Αναφερόμαστε και γινόμαστε αντιληπτοί, και στις επιφυλλίδες και στις κριτικές, αλλά μια θεμελιωμένη κριτική της μετάφρασης είναι και κάτι που απαιτεί χρόνο και συγκεκριμένες προϋποθέσεις όσον αφορά τον κριτικό λογοτεχνίας και επίσης και χώρο. Δηλαδή έχω ακούσει από διάφορους κριτικούς λογοτεχνίας, που μου είπαν: «Λυπάμαι, είχα γράψει και κάτι ακόμη σχετικά με τη μετάφραση, αλλά μου το έκοψαν, γιατί δεν υπήρχε χώρος». Είναι δηλαδή και ένα επιχείρημα της συντακτικής ομάδας στα μέσα, όπου οι κριτικοί θα ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν περισσότερο χώρο στον μεταφραστή, αλλά η σύνταξη λέει, ας τελειώνουμε τώρα, ας τα απλοποιήσουμε.


Στοιχεία συνέντευξης

Τόπος: Θεσσαλονίκη
Ημερομηνία: 10 Μαΐου 2014
Υπεύθυνη συνέντευξης: Ανθή Βηδενμάιερ
Kάμερα & μοντάζ: Αποστόλος Καρακάσης
Μετάφραση: Ανθή Βηδενμάιερ
Υπότιτλοι:
Σταυρούλα Τσιάρα
Άδεια:
CC BY-NC-ND 3.0 DE

Παραπομπή: Ανθή Βηδενμάιερ, "Συνέντευξη με την Michaela Prinzinger", Πορτρέτα μεταφραστών, Freie Universität Berlin/CeMoG, Berlin, 2018, http://www.cemog.fu-berlin.de/el/ue-portraets