Springe direkt zu Inhalt

#Lesenswert

15.11.2023

Alexandra Deligiorgi

Alexandra Deligiorgi
Bildquelle: Privat

Offener Brief: Alexandra Deligiorgi an Hermann Broch

In der zweisprachigen Reihe "Offene Briefe" der Edition Romiosini erscheint demnächst der offene Brief von Alexandra Deligiorgi an Hermann Broch. In dieser Vorabveröffentlichung bieten wir Ihnen einen Auszug daraus. Alexandra Deligiorgi ist emeritierte Professorin für Philosophie an der Aristoteles-Universität Thessaloniki und Autorin von philosophischen Studien, Essays und Romanen. 

Στην Edition Romiosini πρόκειται να δημοσιευτεί το επόμενο διάστημα η «ανοιχτή επιστολή» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη προς τον Χέρμαν Μπροχ. Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι όμοτιμη καθηγήτρια φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. και λογοτέχνης. Έχει εκδώσει φιλοσοφικές μελέτες, δοκίμια, συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα.

Athen, den 31. Januar 2024

Hochverehrter Hermann Broch!

Mein Brief ist eigentlich nicht an Sie persönlich adressiert, denn Sie wissen längst, worüber es mich zu schreiben verlangt. Der Brief richtet sich an eine jüngere Leserschaft in der Gewissheit und in dem Wunsch, dass sie je zahlreicher werden möge, desto länger die Leere das Selbst in ein Nicht-Selbst verwandelt und die Überlegenheit der Vernunft in der Stille der Geschwätzigkeit erstickt wird. Sie wissen ja auch, dass zunächst die tief schlummernde Sensibilität des Blickes geweckt werden muss, um die zu Grunde liegende Fähigkeit zur Reflexion zu erwecken.

Dies ist auch ein Grund, geschätzter und verehrter Broch, warum mein Brief Dringlichkeitscharakter hat, denn wer hätte gedacht, dass wir nach dem Dreikaiserjahr 1888 und so vielen darauf folgenden einschneidenden Jahren, die den aufkommenden Sturm der Leere vorzeichneten oder gar herausschrien, dass wir also danach erneut miterleben würden, was wir nun seit einiger Zeit beobachten, nämlich diese Leere, die sich aufbläht, gleich einem mit der Luft abgrundtiefer Rivalitäten gefüllten Ballon. Einer Leere, die erneut auf der Jagd nach Unendlichkeit außerhalb der Endlichkeit in Erscheinung getreten ist, als ob die Phasen der vorausgegangenen Vernichtung in Vergessenheit geraten wären. Und nun verschlingt uns das Nichts – wie ein Geier mit Schnabel und Krallen, mit denen wir ihn selbst ausgestattet haben –, und wir sehen apathisch zu, als geschehe nichts Beunruhigendes.

Ich lernte Sie durch den ersten Band Ihrer meisterhaften Trilogie Die Schlafwandler über die schläfrige Romantik des Helden Pasenow kennen, auf den ich gleich die anderen beiden Bände folgen ließ: den zweiten, fünfzehn Jahre später spielenden Band über Esch, der die Anarchie der Belle Époque verarbeitet, sowie den wiederum weitere fünfzehn Jahre später einsetzenden dritten Band zum Ende des Ersten Weltkriegs, der die Beziehung zwischen dem elsässischen Huguenau, Pasenow und Esch thematisiert – einer so zynischen und amoralischen Beziehung, dass sie sich nur durch Sachlichkeit nüchtern darstellen lässt: Drei Bände, wenn auch nicht elegant, so doch auch keineswegs unstrukturiert, die mit der üblichen skandalös nachlässigen Verspätung erst 1987 und 1988 auf Griechisch erschienen sind, als ob Griechenland nach all dem, was es durchzustehen hatte, es nicht ertrüge, all das zu rekapitulieren, was aus seinem harten Kampf hervorgegangen ist, und das Dämonische mit dem Rationalen in eigenen Dichtungen zu vereinen. Aus Ihrer Warte als Wiener Platoniker muss das unverzeihlich wirken, bedenkt man die drückende Bürdedes kulturellen Erbes, die auf unseren Schultern lastet. Zu unserer Entlastung sollten Sie aber immerhin bedenken, wie oft wir einer ruinösen Zerstörung zum Opfer gefallen sind.

Die Bekanntschaft mit den Schlafwandlern – dem ersten Meisterwerk Ihrer literarischen Laufbahn – machte ich in einer Zeit, als auch ich im nächtlichen Zimmer aus Angst vor enthüllenden Träumen wie ein Schlafwandler hin- und herlief, den es im Wachzustand danach verlangt, sich wohltuend dem regungslosen Schlafs hinzugeben. Wenn ich mir damals, zur Zeit des Mauerfalls, fest vornahm, die drei schmalen Bände aufmerksam zu lesen, und sie ehrfürchtig neben die bereits gelesenen Bücher aus einer trägen Jugendzeit ins Regal stellte, neben die Bücher und Tagebücher von Kafka, Musil, Thomas Mann und dessen Sohn Klaus Mann, die Duineser Elegien und die Aufzeichnungen des Malte Lauritz Brigge von Rilke, dann deshalb, weil ich wie vom Blitz getroffen war, als ich feststellen musste, dass das vierte und letzte der ansonsten gleichlangen und in etwa gleichartigen Kapitel des zweiten Bandes Ihrer Trilogie, die Sie der Romantik und der Anarchie widmeten, skandalös knapp war: es umfasste gerade einmal zehn Zeilen.

Ich erschrak, weil ich mein eigenes Buch auf dieselbe Art mit einem sehr kurzen Kapitel von drei Zeilen beendet hatte, sodass der Leser am Ende des elften Kapitels Gefahr läuft, den Ausgang der Geschichte zu verpassen, sollte er die Seite nicht umblättern. Ich hatte das Buch 1980 beendet, als ich von Ihrer Existenz als Schriftsteller noch nichts wusste und mich rühmte, für den Schluss meines ersten Romans ein neues Stilmittel erfunden zu haben. Nur ein Jahr zuvor hatte ich einem befreundeten Schriftstellerkollegen aus Paris Der Tod des Vergil geschickt, aber damals, mit dem Fasten, das ich mir auferlegt hatte, als ich meine intellektuelle Neugierde stillen wollte, die mich schon seit meiner Kindheit umtrieb, waren es andere Dinge, die michplagten, meine Doktorarbeit in Philosophie und mein ideologischer Liebesroman Androgeos.

Aus dem Griechischen übersetzt von Maria Zafón


Αθήνα, 31 Ιανουαρίου 2024

Θαυμαστέ Χέρμαν Μπροχ,

Η επιστολή μου, στην πραγματικότητα, δεν απευθύνεται σ’ εσένα, γιατί εσύ γνωρίζεις καλύτερα από μένα όσα αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω σ΄ αυτήν. Απευθύνεται στους νεότερους αναγνώστες σου, με τη βεβαιότητα –κάτι σαν ευχή– ότι θα πληθαίνουν όσο το κενό θα μετατρέπει τους εαυτούς σε μη εαυτούς, πνίγοντας τη νοητική εποπτεία του Λόγου (Vernunft) στη βουβαμάρα της φλυαρίας. Αλλά καταλαβαίνεις, πώς θα ανακτήσουν αυτή τη βασική λειτουργία του αναλογισμού, αν δεν ξυπνήσουν τη βαθυπύθμενη πλην κοιμισμένη ευαισθησία του βλέμματός τους;

Είναι κι αυτός ένας λόγος, θαυμαστέ και αγαπημένε μου Μπροχ, που η επιστολή μου έχει τον χαρακτήρα κατεπείγοντος, γιατί ποιος θα το ‘λεγε πως μετά το 1888, το Έτος των Τριών Κάιζερ, και τόσες ακόμη σημαδιακές χρονολογίες που ψέλλιζαν ή κραύγαζαν την επέλαση του κενού, θα ξαναζούσαμε αυτό που ζούμε, εδώ και καιρό, το φούσκωμα του κενού που σαν μπαλόνι γεμάτο με τον αέρα αβυσσαλέων ανταγωνισμών, ξαναβγήκε να κυνηγήσει το άπειρο εκτός του πεπερασμένου, σαν να έχουν ξεχαστεί οι φάσεις της εκμηδένισης που προηγήθηκαν. Τώρα, το τίποτα, με νύχια και δόντια γύπα με τα οποία δεν χάναμε ευκαιρία να το οπλίζουμε, μας καταβροχθίζει απαθείς –απαθέστατους σα να μη συμβαίνει κάτι ιδιαιτέρως ανησυχητικό.

Σε πρωτογνώρισα στους αριστοτεχνικούς Υπνοβάτες σου, στον πρώτο τόμο, με πρωταγωνιστές τον υπναλέο ρομαντισμό του Πάσενοβ, στον δεύτερο τόμο με τον Ες, δεκαπέντε χρόνια μετά, να χωνεύει την Αναρχία της belle époque, και φυσικά, στον τρίτο, άλλα δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου, με τη σχέση του Αλσατού Χούγκεναου ή Χουγκενώμε τον Πάσενοβ και τον Ες, σχέση σε τέτοιο βαθμό κυνική και amoral, που μόνον ο ρεαλισμός μπορούσε νηφάλια να τη ζωντανέψει: τρεις τόμοι, αν όχι κομψοί, πάντως καθόλου ανοικονόμητοι που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά με τη συνήθη σκανδαλωδώς αμέριμνη καθυστέρηση, μόλις το 1987 και το 1988, θαρρείς και η χώρα μου, ύστερα από όσα είδε κι έπαθε, δεν αντέχει να αναθυμάται όλα όσα αναφαίνονται από τη σκληρή πάλη της να ενοποιήσει σε χειροποίητες, δικές της ποιητικές συνθέσεις, τα δαιμονικά με τα έλλογα. Αυτό είναι, ασφαλώς, ασυγχώρητο, αν σκεφθείς εσύ, ένας βιεννέζος Πλατωνιστής του καιρού σου, το ασήκωτο βάρος του πολιτισμού που εμείς κουβαλάμε στους ώμους μας. Υπάρχει, βέβαια, και μια βάσιμη δικαιολογία, σκέψου μόνο πόσες φορές υπήρξαμε θύματα διαρπαγής και ερείπωσης.

Τη γνωριμία των Υπνοβατών –πρώτου άθλου στη λογοτεχνική σου σταδιοδρομία– την έκανα σαν υπνοβάτης κι εγώ που περπατά κοιμισμένος στο νυχτωμένο δωμάτιο, από τον φόβο των αποκαλυπτικών ενυπνίων, που, σε ζωντανές εποχές, απαιτούν την ευεργετική ακινησία του ύπνου. Αν τότε, με την πτώση του τείχους, υποσχόμενη την προσεκτική τους ανάγνωση, έβαλα ευλαβικά, τους τρεις μικρούς τόμους σε μια περίοπτη θέση στο ράφι, δίπλα στα διαβασμένα μιας βραδυπορούσας νεότητας, όπως βιβλία και ημερολόγια του Κάφκα, του Μούζιλ, του πατέρα Μαν και του υιού Κλάους Μαν, τις Ελεγείες του Ντουΐνο και τον Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε του Ρίλκε, είναι γιατί κεραυνοβολημένη διαπίστωσα, ότι το τέταρτο και τελευταίο από τα ισομεγέθη και ισότροπα λίγο πολύ κεφάλαια του δεύτερου τόμου που αφιέρωνες στον Ρομαντισμό και στην Αναρχία, ήταν σκανδαλωδώς σύντομο, όλο κι όλο δέκα σειρές.

Και λέω πως κεραυνοβολήθηκα, επειδή αστραπιαία θυμήθηκα ότι είχα κάνει το ίδιο κι εγώ, όταν τέλειωνα το δικό μου βιβλίο, με ένα λιλιπούτειο κεφάλαιο τριών σειρών, που, έτσι κι έφτανε στο τέλος του ενδέκατου κεφαλαίου και δεν γύριζε τη σελίδα ο αναγνώστης, κινδύνευε να μη δει πώς τέλειωνε η ιστορία που του είχα αφηγηθεί. Αυτό συνέβη πολύ νωρίτερα, το 1980, όταν ακόμη δεν γνώριζα την ύπαρξή σου σαν συγγραφέα, και επαιρόμουν ότι επινόησα έναν δικό μου τρόπο να τελειώσω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Μόλις έναν χρόνο νωρίτερα, είχα στείλει από το Παρίσι το La mort deVirgil σε ομότεχνο φίλο που μου το είχε ζητήσει, αλλά, τότε, με τη νηστεία που επέβαλα στο πάθος της διανοητικής περιέργειας που με ταλαιπωρούσε από παιδί, άλλα με παίδευαν, το διδακτορικό της φιλοσοφίας και το ιδεολογικό μου ρομάντζο μου Ανδρόγυς.