Springe direkt zu Inhalt

#Lesestoff

15.11.2023

Jannis Palavos

Jannis Palavos
Bildquelle: © Nikos Tsitsiokas

Siebzehn Kurzgeschichten enthält der Erzählband Witz von Jannis Palavos, der 2013 in Griechenland mit dem Staatspreis für Kurzgeschichten und Romane ausgezeichnet wurde. Der Erzählband erscheint demnächst in der Edition Romiosini, übersetzt von Niko Kaissas. Die Titelgeschichte des Bandes ist hier als Vorabdruck zu lesen.

Η Edition Romiosini θα εκδώσει προσεχώς τη συλλογή διηγημάτων Αστείο του Γιάννη Παλαβού σε μετάφραση του Νίκου Καΐσα. Εδώ προδημοσιεύεται το ομώνυμο διήγημα της συλλογής.


Jannis Palavos, WITZ


Stavros setzte den Akkuschrauber ab.

„Fertig“, sagte er. „Komm gucken.“

Katerina kam aus der Küche, sie trocknete sich die Hände an einem Handtuch.

„Was ist das?“

„Ein Schild von einem Fahrstuhl.“

Katerina beugte sich zur Aufschrift neben der Badezimmertür:

„ACHTUNG: Vergewissern Sie sich vor dem Betreten, dass sich die Fahrstuhlkabine hinter der Tür befindet und ordnungsgemäß zum Stillstand gekommen ist.“

„Ich habs heute Morgen im Müll gefunden“, sagte Stavros. „Ich hab mir gedacht, ich bring es hier an. Als Gag.“

Katerina schüttelte den Kopf. Seit einem halben Jahr waren sie Kommilitonen und Mitbewohner, nicht ein einziges Mal hat sie über seine Witze gelacht.

„Ich hab Pommes gemacht,“ sagte sie. „Essen wir?“

Während des Sommersemesters, Ende März, musste Stavros’ Vater für einige Untersuchungen ins Krankenhaus. Die Untersuchungsergebnisse zeigten Leberkrebs, zum Glück im Frühstadium. Stavros ging für eineinhalb Monate in sein Dorf zurück. Seine Mutter verbrachte die Nächte im Krankenhaus, er passte auf den Kiosk auf. Als er nach Thessaloniki zurückkehrte, fand er in seinem Zimmer einen Unbekannten vor.

„Vicente“, sagte Katerina. „Er wird einige Zeit bei uns wohnen. Ich hoffe, es macht dir nichts aus.“

Vicente war ein Jahr älter. Er studierte Architektur in Barcelona und machte sein Erasmussemester in Griechenland. Sie hatten sich mit Katerina auf irgendeinem Konzert beim Polytechnio kennengelernt, vor drei Wochen. Die Woche drauf sind sie zusammengekommen.

Als der Spanier einkaufen ging, umarmte Katerina Stavros. Sie erzählte ihm, dass sie verrückt nach dem Architekten sei; es blieben nur zwei Monate, bis er wieder nach Spanien müsse, wie schade es sei, dass sie sich so spät kennengelernt hatten, dass sie sich bereits Sorgen mache, wie sie es ohne ihn aushalten solle. Sie nahm eine Spardose vom Bücherregal und schüttelte sie. „Ich spare,“ sagte sie. „Im September gehe ich ihn besuchen.“

Stavros leerte seinen Koffer.

„Wie gehts deinem Papa?“

„Besser, danke.“

Vicente ging mit seinem Rucksack in Katerinas Zimmer. Er war diskret. Die Wohnung war klein und es machte ihn verlegen, dass er Stavros Unannehmlichkeiten bereitete. Wenn die Mitbewohner in der Uni waren, kochte er bunt und scharf – und anschließend brachte er auch noch die Spüle auf Hochglanz. Abends schaute er Filme mit Katerina, ab und zu sangen sie auch Karaoke, was in Katalonien, wie er erzählte, sehr üblich sei. Sie vögelten nie, wenn Stavros zuhause war bzw. wenn doch, bekam Stavros davon jedenfalls nichts mit. So ruhig waren sie. Sogar der Witz mit dem Klo und dem Fahrstuhl gefiel ihm. „Muy bien, Stavros“, sagte er und klopfte ihm auf die Schulter. Die Wochen vergingen und es gab Momente, in denen Stavros den Spanier fast sympathisch fand, aber nur kurz, denn er war auch in Katerina verschossen, vom ersten Tag an, als sie zusammen in die Wohnung gezogen waren.

Stavros verlor kein Wort über Liebe und den Rest. Im Gegenteil: Er tröstete Katerina, wenn sie ihm erzählte, dass sie Angst davor hatte, ihren Freund zu verlieren, er ging mit dem Pärchen aus, begleitete sie in Bars. Am letzten Samstag, zwei Tage bevor der Spanier wegging, machten sie zu dritt einen Ausflug zum Kerkini-See, Stavros saß am Steuer und hinten knipste Vicente ein Foto nach dem anderen von den Pelikanen. Sie aßen in der Taverne eines Onkels von Katerina, ein Typ, der früher als Freiwilliger bei den „Ärzten ohne Grenzen“ in Malawi gewesen war. Der Kellner brachte die Rechnung in dem Augenblick, als Vicente zu Stavros sagte, dass er ihm fehlen werde. Dieser lächelte ihm zu und kramte nach seinem Geldbeutel. „No, por favor,“ sagte der andere, „invito yo: I owe you.“

Sonntagabend saßen sie im Wohnzimmer, jeder mit einem Bier. Zunächst gab sich Katerina gelassen, danach fing sie an zu heulen. Auch Vicente weinte. Stavros nahm sein Bier und, damit sie alleine blieben, schwitzte er eine halbe Stunde lang auf dem Balkon. Dann war es zwei Uhr, der Spanier packte seine Sachen, verabschiedete Stavros und zog sich mit Katerina in ihr Zimmer zurück. Stavros legte sich schlafen, aber nebenan passierte allerlei, anfangs Weinen, danach Schreie – zum ersten Mal hörte er sie im Bett –, und als sie fertig waren, fing wieder das Weinen an, aber diesmal gefasster. Im Dunkeln glaubte Stavros den Atem der beiden zu riechen, er stellte sie sich vor, vierzig Zentimeter nebenan, auf der anderen Seite der Wand, seine Hand in ihrem Haar, ihre auf seiner Brust und dann musste er sich übergeben, er stand auf, er lief aus dem Zimmer, um zum Klo zu gehen, aber als er die Tür öffnete, befand sich nichts dahinter.

Aus dem Griechischen übersetzt von Niko Kaissas


ΑΣΤΕΙΟ

Ο Σταύρος κατέβασε το βιδολόγο.

«Έτοιμο» είπε. «Έλα να δεις».

Η Κατερίνα ήρθε απ’ την κουζίνα, σκούπιζε τα χέρια της σε μια πετσέτα.

«Τι ’ναι αυτό;»

«Ταμπέλα από ασανσέρ».

Η Κατερίνα έσκυψε στην επιγραφή δίπλα από την πόρτα της τουαλέτας:

«ΠΡΟΣΟΧΗ: Πριν εισέλθετε, βεβαιωθείτε ότι ο θάλαμος βρίσκεται πίσω από τη θύρα και έχει σταματήσει κανονικά».

«Τη βρήκα το πρωί στα σκουπίδια» είπε ο Σταύρος. «Σκέφτηκα να τη βάλω εδώ. Για πλάκα».

Η Κατερίνα κούνησε το κεφάλι της. Μισό χρόνο συμφοιτητές και συγκάτοικοι, ούτε μ’ ένα αστείο του δεν είχε γελάσει.

«Τηγάνισα πατάτες» είπε. «Τρώμε;»

Στα μέσα του εαρινού εξαμήνου, τέλος Μαρτίου, ο πατέρας του Σταύρου μπήκε στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν καρκίνο του ήπατος, ευτυχώς σε πρώιμο στάδιο. Ο Σταύρος έφυγε στο χωριό για ενάμιση μήνα. Η μάνα του ξενυχτούσε στην κλινική, αυτός κρατούσε το περίπτερο. Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, βρήκε έναν άγνωστο στο δωμάτιό του.

«Ο Βιθέντε» είπε η Κατερίνα. «Θα μείνει λίγο καιρό μαζί μας. Ελπίζω να μη σε πειράζει».

Ο Βιθέντε ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος. Σπούδαζε αρχιτεκτονική στη Βαρκελώνη κι έκανε Εράσμους στην Ελλάδα. Γνωρίστηκαν με την Κατερίνα σε κάποια συναυλία στο Πολυτεχνείο, τρεις εβδομάδες πριν. Τα έφτιαξαν την επομένη.

Όταν ο Ισπανός βγήκε για ψώνια, η Κατερίνα αγκάλιασε το Σταύρο. Του ’πε ότι είναι τρελή με τον αρχιτέκτονα. Μένουν, είπε, μόνο δυο μήνες μέχρι να γυρίσει στην Ισπανία, κρίμα που συναντήθηκαν τόσο αργά, κιόλας ανησυχεί πώς θ’ αντέξει μακριά του. Έφερε έναν κουμπαρά απ’ τη βιβλιοθήκη της και τον κουδούνισε: «Μαζεύω λεφτά» είπε. «Θα πάω να τον δω το Σεπτέμβριο».

Ο Σταύρος άδειαζε τη βαλίτσα του.

«Πώς είναι ο μπαμπάς σου;»

«Καλύτερα, ευχαριστώ».

Ο Βιθέντε πήρε το σάκο του στο δωμάτιο της Κατερίνας. Ήταν διακριτικός. Το διαμέρισμα ήταν μικρό κι ένιωθε αμήχανα που ξεβόλευε το Σταύρο. Όταν οι συγκάτοικοι έλειπαν στη σχολή, μαγείρευε κάτι πολύχρωμα καυτερά –κι έπειτα έκανε και το νεροχύτη λαμπίκο. Τα βράδια έβλεπε ταινίες με την Κατερίνα, κάπου κάπου τραγουδούσαν και καραόκε, που είναι, λέει, πολύ συνηθισμένο στην Καταλονία. Δεν πηδιούνταν ποτέ όσο ο Σταύρος ήταν στο σπίτι ή τουλάχιστον, αν γινόταν τίποτα τέτοιο, ο Σταύρος δεν έπαιρνε χαμπάρι. Τόσο ήσυχοι ήταν. Ακόμα και το αστείο με την τουαλέτα και το ασανσέρ του άρεσε –«Muy bien, Stavros» είπε και τον χτύπησε στην πλάτη. Οι βδομάδες περνούσαν και υπήρχαν στιγμές που ο Σταύρος σχεδόν τον συμπαθούσε τον Ισπανό, αλλά μόνο για λίγο, γιατί ήταν κι αυτός τσιμπημένος με την Κατερίνα, απ’ την πρώτη μέρα που έπιασαν μαζί το σπίτι.

Ο Σταύρος δεν είπε κουβέντα για έρωτες και τα ρέστα. Κάθε άλλο: παρηγορούσε την Κατερίνα όταν του ’λεγε πως φοβόταν μη χάσει το φίλο της, βόλταρε με το ζευγάρι, τους συνόδευε για ποτό. Το τελευταίο Σάββατο, δυο μέρες πριν φύγει ο Ισπανός, πήγαν οι τρεις τους εκδρομή στην Κερκίνη, οδηγούσε ο Σταύρος και πίσω ο Βιθέντε ξεπατώθηκε να φωτογραφίζει τους πελεκάνους. Έφαγαν και στην ταβέρνα ενός θείου της Κατερίνας, ενός τύπου που παλιά ήταν εθελοντής με τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα» στο Μαλάουι. Ο σερβιτόρος έφερε το λογαριασμό την ώρα που ο Βιθέντε έλεγε στο Σταύρο ότι θα του λείψει. Εκείνος του χαμογέλασε κι έψαξε το πορτοφόλι του. «No, por favor» είπε ο άλλος, «invito yo: I owe you».

Το βράδυ της Κυριακής κάθισαν στο σαλόνι κι έβγαλαν από μια Κάιζερ. Η Κατερίνα στην αρχή παρίστανε την ψύχραιμη, μετά έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε κι ο Βιθέντε. Ο Σταύρος πήρε την μπίρα του και, για να τους αφήσει μόνους, ίδρωσε μισή ώρα στο μπαλκόνι. Ύστερα πήγε δύο, ο Ισπανός μάζεψε τα πράγματά του, αποχαιρέτησε το Σταύρο και κλείστηκε με την Κατερίνα στο δωμάτιό της. Ο Σταύρος έπεσε και προσπάθησε να κοιμηθεί, αλλά δίπλα γίνονταν διάφορα, στην αρχή κλάματα, μετά κραυγές –πρώτη φορά τους άκουγε στο κρεβάτι–, κι όταν τέλειωσαν, άρχισαν πάλι τα κλάματα αλλ’ αυτή τη φορά πιο συγκρατημένα. Μες στο σκοτάδι ο Σταύρος νόμιζε ότι μύριζε τις αναπνοές τους, τους φαντάστηκε σαράντα εκατοστά πιο κει, στην άλλη πλευρά του τοίχου, το χέρι του στα μαλλιά της, το δικό της στο στήθος του και τότε του ’ρθε εμετός, σηκώθηκε, βγήκε να πάει στην τουαλέτα, αλλά όταν άνοιξε την πόρτα, δεν υπήρχε τίποτα από πίσω.